Η κλιματική αλλαγή έχει φέρει την Ανταρκτική στα πρόθυρα απότομων και μη αναστρέψιμων αλλαγών που θα ανέβαζαν τη στάθμη των ωκεανών και θα επιδείνωναν περαιτέρω την παγκόσμια θέρμανση, προειδοποιεί διεθνής μελέτη.
Ενδεχόμενη κατάρρευση του καλύμματος πάγου στην Δυτική Ανταρκτική, το οποίο περιέχει αρκετό νερό για να ανεβάσει τη στάθμη κατά τρία μέτρα, θα απειλούσε τις παράκτιες πόλεις τους επόμενους αιώνες και θα είχε «καταστροφικές συνέπειες για τις επερχόμενες γενιές», δήλώσε η δρ Νερίλι Άμπραμ του Αυστραλιανού Εθνικού Πανεπιστημίου, επικεφαλής της μελέτης που δημοσιεύεται στο Nature.
Οι ερευνητές ζητούν δραστική μείωση των εκπομπών άνθρακα, προειδοποιώντας ότι το σημείο καμπής πέρα από το οποίο η κατάρρευση της Δυτικής Ανταρκτικής είναι αναπόφευκτη μπορεί να ξεπεραστεί ακόμα και με τα πιο αισιόδοξα σενάρια για την πορεία των εκπομπών.
Η μεγάλη ερευνητική ομάδα εξέτασε δεδομένα από επιτόπιες και δορυφορικές παρατηρήσεις, μετρήσεις σε πυρήνες πάγου και ημερολόγια πλοίων για να εξετάσει τις μεταβολές στον θαλάσσιο πάγο γύρω από τη λευκή ήπειρο.
Η ανάλυση αποκαλύπτει ενδείξεις για «ραγδαίες, αλληλεπιδρώσες και μερικές φορές αυτοτροφοδοτούμενες αλλαγές στο ανταρκτικό περιβάλλον», γράφουν οι ερευνητές.
Οι παρατηρούμενες μεταβολές «έχουν μειώσει την έκταση του θαλάσσιου πάγου κάτω από τα επίπεδα φυσικής διακύμανσης των προηγούμενων αιώνων και, από ορισμένες απόψεις, είναι πιο απότομες, μη γραμμικές και δυνητικά μη αναστρέψιμες σε σχέση με την απώλεια θαλάσσιου πάγου στην Αρκτική».
Άδεια θάλασσα
H έκταση του θαλάσσιου πάγου, δηλαδή του πάγου που επιπλέει ελεύθερα στη θάλασσα, είχε αυξηθεί ελαφρώς στα πρώτα 35 χρόνια δορυφορικών παρατηρήσεων, όμως την τελευταία δεκαετία έχει μειωθεί δραματικά.
Από το 2014 μέχρι σήμερα, ο θαλάσσιος πάγος έχει απομακρυνθεί περίπου 120 χιλιόμετρα από τις ακτές της ηπείρου κατά μέσο όρο, μια απώλεια που συνέβη τρεις φορές ταχύτερα από ό,τι η μείωση του θαλάσσιου πάγου στην Αρκτική, στην άλλη άκρη του πλανήτη.
Ο θαλάσσιος πάγος λειτουργεί ως φράγμα που σταθεροποιεί τις επιπλέουσες κρηπίδες πάγου γύρω από την Ανταρκτική και τους παγετώνες στο εσωτερικό της, οι οποίοι σε διαφορετική περίπτωση θα μπορούσαν να κυλήσουν προς τη θάλασσα.
Επιπλέον, θαλάσσιος πάγος ανακλά την ηλιακή ακτινοβολία και βοηθά να διατηρηθεί δροσερός ο Νότιος Ωκεανός γύρω από την Ανταρκτική. Η απώλεια του πάγου αυξάνει την απορρόφηση θερμότητας από τα νερά και επιταχύνει την κλιματική αλλαγή.
Θαλάσσια ρεύματα
Στην περιοχή της Ανταρκτικής, τα επιφανειακά ύδατα κανονικά ψύχονται, βυθίζονται και κινούνται ως ρεύματα κάτω από την επιφάνεια. Καθώς η θερμοκρασία της επιφάνειας ανεβαίνει, το καθοδικό ρεύμα ψυχρού νερού επιβραδύνεται και αναστέλλει την ωκεάνια κυκλοφορία, η οποία ρυθμίζει το κλίμα ανακατανέμοντας τη θερμότητα,.
Σύμφωνα με τη μελέτη, στη διάρκεια του 21ου αιώνα αναμένεται να εξασθενίσουν σημαντικά τα ωκεάνια ρεύματα που περιβάλλουν την Ανταρκτική, κάτι που σημαίνει ότι τα επιφανειακά νερά δεν θα εμπλουτίζονται με θρεπτικά συστατικά που ανεβαίνουν από τον πυθμένα.
Αυτό θα έφερνε ένα σημαντικό πλήγμα για τα οικοσυστήματα της Ανταρκτικής και θα μείωνε περαιτέρω το φυτοπλαγκτόν που απορροφά μεγάλες ποσότητες CO2 από την ατμόσφαιρα, επιταχύνοντας την άνοδο της θερμοκρασίας.
Η ταχεία μείωση των ανθρωπογενών εκπομπών CO2 θα μείωνε τον κίνδυνο μεγάλων μεταβολών στην Ανταρκτική αλλά δεν είναι σίγουρα ότι θα τις απέτρεπε, σημείωσαν οι ερευνητές.
«Από τη στιγμή που αρχίζουμε να χάνουμε θαλάσσιο πάγο στην Ανταρκτική θέτουμε σε κίνηση μια αυτοδιαιωνιζόμενη διαδικασία» τόνισε η δρ Άμπραμ.
«Ακόμα και αν σταθεροποιήσουμε το κλίμα θα είναι αναπόφευκτο να χάσουμε τον θαλάσσιο πάγο της Ανταρκτικής στην πορεία αρκετών αιώνων».
Για να λιώσει όλος ο πάγος της Ανταρκτικής, θαλάσσιος και χερσαίος, η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα έπρεπε να αυξηθεί κατά περίπου 5 βαθμούς Κελσίου, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα. Σε αυτή την περίπτωση η άνοδος της στάθμης των ωκεανών θα έφτανε το αδιανόητο επίπεδο των 58 μέτρων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ, οι σημερινές δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής οδηγούν σε άνοδο της θερμοκρασίας κατά 2,8 βαθμούς έως το τέλος του αιώνα.
*Από τον Βαγγέλη Πρατικάκη