Σχεδόν ποτέ δεν διορθώνω τους ανθρώπους που προφέρουν λάθος το όνομά μου. Συγνώμη για την αυτοαναφορικότητα αλλά είναι ένα καλό παράδειγμα για να αρχίσουμε… Πολλοί με λένε ΜιΧαέλα ενώ εγώ κάνω «καριέρα» ως Μικαέλα. Ένας από τους λόγους που δεν τους διορθώνω είναι πως, πολύ συχνά, η διόρθωσή μου γίνεται μεγαλύτερο θέμα από το ίδιο το όνομα. Έχω χάσει το μέτρημα με το πόσες φορές έχω ακούσει το «Καλά, χαλάρωσε» συνοδευόμενο από ένα βλέμμα ειρωνείας. Ειλικρινά, δεν πρόκειται για κάτι τραγικό, αλλά είναι ένα εύκολο παράδειγμα του λεγόμενου tone policing.

Τι είναι, λοιπόν, το tone policing;

Το tone policing –μια πρόχειρη προσπάθεια να μεταφράσω τον όρο στα ελληνικά θα ήταν «αστυνόμευση της συμπεριφοράς» ή «κριτική του τρόπου έκφρασης»- εξηγούν οι ειδικοί, συμβαίνει όταν κάποιος εστιάζει στο πώς εκφράζεσαι αντί σε αυτό που λες. Ουσιαστικά εκτροχιάζει τη συζήτηση, κριτικάροντας την ένταση, τις λέξεις, τον τόνο ή τη στάση σου, αντί να ασχοληθεί με την ουσία του μηνύματος.

Είναι πάντα εσκεμμένο;

Όχι απαραίτητα. Κάποιες φορές χρησιμοποιείται συνειδητά ως τακτική αποπροσανατολισμού. Άλλες φορές είναι ασυνείδητο: Πολλοί νομίζουν ότι βοηθούν όταν λένε “ηρέμησε” ή “γίνε πιο λογικός/ή”, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι ουσιαστικά απορρίπτουν τα συναισθήματα του άλλου. Όμως η επίδραση μπορεί να είναι βλαβερή, ανεξάρτητα από την πρόθεση, λένε οι αναλυτές αυτής της συμπεριφοράς.

Για αυτό φράσεις που αναγνωρίζουν τα συναισθήματα και μένουν στο περιεχόμενο:

  • «Βλέπω ότι αυτό είναι σημαντικό για σένα»
  • «Βοήθησέ με να καταλάβω τι σε απασχολεί»
  • «Ακούγεσαι απογοητευμένος/η, τι συμβαίνει;»
  • «Θέλω να ακούσω αυτό που λες»
  • Ή απλώς άκου χωρίς σχόλιο στον τόνο.

Αν σας συμβεί…

Μπορείτε να πείτε:

  • «Θέλω να μείνουμε στο ζήτημα που έθεσα, όχι στον τρόπο που το λέω»
  • «Ο τόνος μου δεν ακυρώνει την εγκυρότητα του επιχειρήματός μου»
  • «Ας μιλήσουμε για το περιεχόμενο»
  • «Εκφράζομαι έτσι γιατί το θέμα με αφορά, μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε;»

Ή απλά να αποχωρήσετε από τη συζήτηση.