O μηχανισμός της μνήμης αποτελείται από διάφορα στάδια: τη βραχυπρόθεσμη και τη μακροπρόθεσμη μνήμη, καθώς και την ικανότητά μας να αποθηκεύουμε και να ανακαλούμε αναμνήσεις. Θα μπορούσαμε να συγκρίνουμε τη μνήμη μας με εκείνη του υπολογιστή.

Αν πληκτρολογήσουμε κάτι σε ένα έγγραφο και δεν το αποθηκεύσουμε, θα χαθεί για πάντα – αυτή είναι η βραχυπρόθεσμη μνήμη μας, κατά κάποιον τρόπο. Αν κάνουμε κλικ στο «αποθήκευση», οι πληροφορίες μεταφέρονται, θα λέγαμε, από τη βραχυπρόθεσμη στη μακροπρόθεσμη μνήμη.

Στη συνέχεια θα πρέπει να μπορούμε να επιστρέψουμε στον εγκέφαλό μας –ή στον υπολογιστή κατ’ αναλογίαν– και, ανάμεσα στις διάφορες αναμνήσεις μας, να βρούμε και να ανασύρουμε τη σωστή.

Η διαδικασία της λήθης είναι κι αυτή φυσιολογική, αναμενόμενη και, πάνω απ’ όλα, απαραίτητη καθώς βοηθά τον εγκέφαλό μας να ξεκαθαρίζει τις άχρηστες πληροφορίες. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει και η συναισθηματική λήθη, που είναι εξίσου αναγκαία για να ξεπεράσουμε τραυματικές εμπειρίες.

Εδώ, όμως, κρύβεται μια παγίδα. Εκτός από τα δύο είδη λήθης που περιγράψαμε, υπάρχει και η παθολογική – ο τύπος για τον οποίο είναι σκόπιμο και έχουμε δίκιο να ανησυχούμε. Συνήθως προκαλείται από νευροεκφυλιστικές διαταραχές, υποδηλώνει επιδείνωση της μνήμης και επηρεάζει την ικανότητά μας να ζούμε πλήρως τη ζωή μας.

Ποια είναι η διαφορά της παθολογικής από τη φυσιολογική και αναμενόμενη λήθη; Ο καταλληλότερος να μας απαντήσει είναι πάντα ο γιατρός, αλλά κάποιες βασικές οδηγίες θα μας βοηθήσουν να γνωρίζουμε πότε πρέπει να αναζητήσουμε τη γνώμη του.

Μπαίνουμε σε ένα δωμάτιο και ξεχνάμε γιατί

Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι κάτι τέτοιο είναι συνηθισμένο και φυσιολογικό. Ωστόσο, αν διαπιστώνουμε ότι όλο και πιο συχνά αμφιβάλλουμε για το τι κάνουμε ενώ εκτελούμε μια εργασία, μπορεί να πρόκειται για έναν πρώιμο δείκτη παθολογικής λήθης.

Βέβαια, ένα τέτοιο σύμπτωμα από μόνο του δεν είναι αρκετό για να πούμε ότι πρόκειται για τα πρώτα στάδια της άνοιας ή, ακόμα περισσότερο, της νόσου Αλτσχάιμερ. Παρ’ όλα αυτά, αν νιώθουμε ότι μας συμβαίνει συχνά ή διαταράσσει τη ζωή μας, τότε ίσως χρειάζεται να επισκεφθούμε ένα νευρολόγο.

Μπερδεύουμε τα ονόματα

Αν δεν θυμόμαστε ή μπερδεύουμε το όνομα κάποιου που συναντήσαμε μερικές φορές πριν από πολλά χρόνια, δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούμε. Το ίδιο ισχύει και αν ξεχάσουμε μία φορά το όνομα ενός αγαπημένου και κοντινού προσώπου.

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σχετίζεται, για παράδειγμα, με την κούραση, την αϋπνία ή το άγχος. Αν όμως ξεχνάμε συστηματικά τα ονόματα των ανθρώπων που ανήκουν στον κύκλο μας, τότε υπάρχει κάποιο πρόβλημα μνήμης και χρειάζεται να απευθυνθούμε σε έναν ειδικό. Ανησυχητικό είναι και αν ξεχάσουμε κάτι πολύ γνώριμο, όπως το όνομα της πλατείας κάτω από το σπίτι μας.

Δεν θυμόμαστε πώς να φτιάξουμε ένα φαγητό που μαγειρεύουμε συχνά

Το να ξεχάσουμε μια συνταγή που έχουμε φτιάξει ξανά και ξανά είναι προειδοποιητικό σημάδι. Η έκπτωση της μνήμης που συμβαίνει με την ηλικία δεν επηρεάζει ιδιαίτερα το «σκληρό δίσκο» της, όπου αποθηκεύουμε βασικές πληροφορίες τις οποίες χρησιμοποιούμε τακτικά, όπως μια αγαπημένη συνταγή.

Ωστόσο μια παθολογική κατάσταση όπως η νόσος Αλτσχάιμερ επιδρά και σε αυτό το κομμάτι καθώς προσβάλλει λειτουργίες που έχουν να κάνουν με την ορθή πραγματοποίηση μιας αλληλουχίας πράξεων, τη λεγόμενη «ευπραξία», ενώ η γήρανση δεν κάνει κάτι τέτοιο.

Χανόμαστε σε μια διαδρομή που έχουμε κάνει πολλές φορές

Αν χαθούμε στο δρόμο, ξεχάσουμε πού έχουμε παρκάρει το αυτοκίνητό μας ή αποπροσανατολιστούμε εντελώς ενώ οδηγούμε προς τη δουλειά, ενδεχομένως υπάρχει κάποιο σοβαρότερο πρόβλημα με τη μνήμη μας.

Κάνουμε μια ερώτηση, αλλά μετά από λίγα λεπτά δεν θυμόμαστε την απάντηση

Το να ξεχνάμε πληροφορίες που μόλις μας έχουν πει είναι κάτι που τυχαίνει σε όλους μας. Ίσως να οφείλεται σε έλλειψη προσοχής ή, αν συμβαίνει πάντα σε σχέση με ένα συγκεκριμένο άνθρωπο, σε ψυχολογικούς λόγους για τους οποίους δεν εστιάζουμε σε αυτά που μας λέει.

Αν όμως είναι κάτι συχνό, μπορεί να αποτελεί ανησυχητικό σύμπτωμα και να χρήζει διερεύνησης.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να προστατεύσουμε τη μνήμη μας

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που αυξάνουν τις πιθανότητες εμφάνισης της νόσου Αλτσχάιμερ και άλλων μορφών άνοιας. Τέτοιοι είναι η παχυσαρκία, η κακή υγεία της καρδιάς, η υψηλή αρτηριακή πίεση, οι υψηλές τιμές των λιπιδίων στο αίμα, ο διαβήτης κ.ά.

Επιπλέον, ορισμένα γονίδια σχετίζονται με τη νόσο Αλτσχάιμερ, ενώ και το οικογενειακό ιστορικό μεγαλώνει τον κίνδυνο. Αν και τα γονίδια ή η κληρονομικότητα δεν μπορούν να αλλάξουν, έχει αποδειχθεί ότι ένας υγιεινός τρόπος ζωής (άσκηση, καλή διατροφή, αποχή από το κάπνισμα και το αλκοόλ) ωφελεί την υγεία του εγκεφάλου και περιορίζει το ενδεχόμενο άνοιας.

Αν και δεν έχει βρεθεί ριζική θεραπεία ακόμη, τα υπάρχοντα φάρμακα ανακουφίζουν από τα συμπτώματα. Επίσης, εκτός από τα φάρμακα, την εξέλιξη της νόσου μπορούν να καθυστερήσουν και ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις που εξασκούν τις νοητικές μας λειτουργίες.

Η νοητική ενδυνάμωση, για παράδειγμα, περιλαμβάνει ασκήσεις που συμβάλλουν και στην πρόληψη και στην καθυστέρηση της έκπτωσης. Αυτήν τη στιγμή, η έρευνα για την αντιμετώπιση τόσο της άνοιας όσο και της νόσου Αλτσχάιμερ είναι τεράστια καθώς αποτελούν μεγάλα και διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα στο σύγχρονο κόσμο.

Άλλα σημάδια που μπορεί να υποδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρότερου προβλήματος

Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ότι το να ξεχνάμε είναι ο βασικός τρόπος για να καταλάβουμε ότι αντιμετωπίζουμε κάποιο πρόβλημα με τη μνήμη μας – κι έχουμε δίκιο, αλλά, σύμφωνα με τους ειδικούς, δεν είναι ο μόνος.

Υπάρχουν κι άλλα σημάδια που, όταν τα παρατηρήσουμε στους αγαπημένους μας ανθρώπους, θα πρέπει να μας βάλουν σε υποψίες ότι ίσως να συμβαίνει κάτι πιο σοβαρό. Αυτά μπορεί να είναι: οικονομικά θέματα που προκύπτουν ξαφνικά, προβλήματα με τον ύπνο, αλλαγές στην προσωπικότητα, δυσκολίες στην οδήγηση, μείωση ή και απώλεια της όσφρησης.

Ευχαριστούμε τον δρα Ανδρέα Γαλανόπουλο, νευρολόγο, για τη συνεργασία.