Η απώλεια όσφρησης μπορεί να αποτελεί πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι ότι ένα άτομο διατρέχει κίνδυνο ανάπτυξης καρδιακής νόσου, σύμφωνα με νέα μελέτη. Πιο συγκεκριμένα, η ερευνητική ομάδα από το πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν εντόπισε μια συσχέτιση μεταξύ της κακής όσφρησης και της πιθανότητας διάγνωσης στεφανιαίας νόσου (CHD), που αποτελεί μία από τις κύριες αιτίες θανάτου παγκοσμίως.
Στις περισσότερες περιπτώσεις στεφανιαίας νόσου, η πρόληψη είναι η καλύτερη θεραπεία και οι γιατροί συχνά προτείνουν μια σειρά αλλαγών στον τρόπο ζωής — όπως η αντικατάσταση λιπαρών τροφών με φρούτα, λαχανικά και δημητριακά ολικής άλεσης πλούσια σε φυτικές ίνες, η αποφυγή του αλκοόλ και του καπνίσματος και η αύξηση των επιπέδων σωματικής δραστηριότητας — για τη βελτίωση της συνολικής υγείας και της φυσικής κατάστασης της καρδιάς.
Δυστυχώς, δεν είναι λίγοι όσοι δεν γνωρίζουν ότι έχουν αυτήν την εν δυνάμει θανατηφόρα πάθηση παρά μόνο όταν είναι πλέον πολύ αργά. Τα ευρήματα της νέας μελέτης, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JAMA Otolaryngology–Head & Neck Surgery, θα μπορούσαν να σημαίνουν ότι περισσότερα άτομα θα ενημερώνονται σχετικά, πριν η κατάστασή τους χειροτερέψει.
Απώλεια όσφρησης και στεφανιαία νόσος- Αναλυτικά η έρευνα
Για τις ανάγκες της μελέτης, οι ερευνητές παρακολούθησαν τα ιατρικά αρχεία 5.142 ενηλίκων, με μέση ηλικία τα 75 έτη, οι οποίοι δεν είχαν ιστορικό στεφανιαίας νόσου. Ωστόσο, όλοι ανήκαν στην ομάδα μελέτης «Atherosclerosis Risk in Communities Study». Η αθηροσκλήρωση είναι ο ιατρικός όρος για τη στένωση των αρτηριών, μια βασική αιτία εμφράγματος και εγκεφαλικού.
Η όσφρησή τους μετρήθηκε χρησιμοποιώντας ένα τεστ αναγνώρισης 12 αρωμάτων και αξιολογήθηκε ως καλή (βαθμός 11-12), μέτρια (βαθμός 9-10) και κακή (βαθμός 0-8).
Κατά τη διάρκεια σχεδόν μιας δεκαετίας παρακολούθησης, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι 280 ενήλικες είχαν εμφανίσει CHD. Από αυτούς, οι 83 (4,4%) είχαν καλή όσφρηση, οι 101 (5,9%) μέτρια όσφρηση και οι 96 (6,3%) κακή.
«Σε σύγκριση με την καλή όσφρηση, η κακή συσχετίστηκε με διπλάσιο κίνδυνο εμφάνισης CHD κατά τα πρώτα τέσσερα χρόνια παρακολούθησης», ανέφεραν οι ερευνητές.
«Ωστόσο, η ισχύς αυτής της συσχέτισης μειώθηκε κατά τη μακροχρόνια παρακολούθηση».
Ο κύριος ερευνητής, Δρ Χονγκλέι Τσεν, καθηγητής επιδημιολογίας και βιοστατιστικής στο πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, σημείωσε ότι, ενώ η κακή όσφρηση μπορεί να προκληθεί από φυσικά προβλήματα, όπως πολύποδες στη μύτη ή από νευροεκφυλιστικές ασθένειες, όπως η άνοια, μπορεί επίσης να συνδέεται με ένα μη υγιές καρδιαγγειακό σύστημα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα κατεστραμμένα αιμοφόρα αγγεία στη μύτη μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη λειτουργία της.
Επιπλέον, η απώλεια όσφρησης μπορεί να επηρεάσει την υγεία με άλλους τρόπους, οι οποίοι πιθανώς να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της CHD.
«Μπορεί να επηρεάσει τη διατροφή, την ψυχική υγεία και τη σωματική ευεξία των ηλικιωμένων», δήλωσε ο Δρ Τσεν.
«Μια μείωση της όσφρησης συσχετίστηκε με ορισμένα από τα πρώιμα προειδοποιητικά σημάδια συσσώρευσης πλάκας στις αρτηρίες, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε CHD», πρόσθεσε.
Ωστόσο, οι ερευνητές επισήμαναν: «Τα ευρήματά μας είναι προκαταρκτικά. Απαιτούνται μελλοντικές μελέτες για να επιβεβαιώσουν αυτές τις παρατηρήσεις και να εξετάσουν πιθανές εξηγήσεις».
