Η διαίσθηση λειτουργεί σαν ενσωματωμένο σύστημα πλοήγησης — ένα είδος εσωτερικού GPS που όλοι διαθέτουμε, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα ή τις εμπειρίες μας. Είναι ένας μηχανισμός που συνδυάζει ασυνείδητες πληροφορίες, μικρο-ενδείξεις από το σώμα και βαθιά γνώση που δεν έχει ακόμη φτάσει στη συνειδητή σκέψη.

Όταν απομακρυνόμαστε από τον καθημερινό θόρυβο — τις υπερβολικές σκέψεις, την πίεση, τις απαιτήσεις — η διαίσθηση γίνεται πιο καθαρή. Κάποιες φορές εμφανίζεται σαν ψίθυρος. Άλλες φορές ως έντονη παρόρμηση. Μπορεί να μας ωθήσει να προσεγγίσουμε μια κατάσταση ή αντίθετα να απομακρυνθούμε από αυτή.

Αν δεν αναγνωρίζεις ακόμη πώς «μοιάζει» η δική σου διαίσθηση, αυτό είναι απόλυτα φυσιολογικό. Όπως κάθε εσωτερική δεξιότητα, γίνεται πιο κατανοητή με την παρατήρηση και τον χρόνο.

Η διαίσθηση δεν είναι πάντα άμεση. Υπάρχουν φορές που μπροστά σε ένα δύσκολο δίλημμα δεν υπάρχει καθαρή απάντηση. Όσο περισσότερο προσπαθούμε να πιέσουμε τον εαυτό μας να «βρει λύση», τόσο περισσότερο μπλέκουμε.

Σε αυτές τις στιγμές, αυτό που χρειάζεται δεν είναι περισσότερη λογική επεξεργασία, αλλά εμπιστοσύνη. Μια παύση. Μια αναπνοή.

Πολλοί άνθρωποι περιγράφουν ότι σε δύσκολες αποφάσεις απευθύνονται σε μια αίσθηση που μοιάζει μεγαλύτερη από τους ίδιους είτε τη λένε «εσωτερική σοφία», είτε «διαίσθηση». Η ιδέα ότι μπορούμε να «παραδώσουμε» προσωρινά αυτό που δεν μπορούμε να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας λειτουργεί ως αντίβαρο στο στρες και ανοίγει χώρο για καθαρότερη σκέψη.

Η διαίσθηση δεν λειτουργεί υπό πίεση. Οι απαντήσεις εμφανίζονται συχνά σε άσχετες στιγμές: σε έναν περίπατο, σε μια συζήτηση, στην ηρεμία ενός απογεύματος. Και συνήθως δεν είναι αυτό που θα κατέληγε η ανάλυση του μυαλού μας. Αυτό είναι και το παράδοξό της: η πιο καθαρή λύση εμφανίζεται όταν σταματάμε να την κυνηγάμε.

Η διαίσθηση δεν είναι υπερφυσικό χάρισμα. Είναι ένας εσωτερικός μηχανισμός καθοδήγησης, πιο ήρεμος από τον θόρυβο του νου και πιο σοφός από την ανάγκη μας για άμεσες λύσεις.

Απλοποιήστε το πρόβλημα και αφήστε τη διαίσθηση να σας καθοδηγήσει

Ας υποθέσουμε ότι έχετε μαλώσει με έναν/μια φίλο/η και δεν ξέρετε πώς να διαχειριστείτε την κατάσταση. Κάντε στον εαυτό σας τέσσερις βασικές ερωτήσεις:

  1. «Τι γνωρίζω ήδη;»
  • Ξέρετε ότι είστε αναστατωμένοι/ες, όπως και ο/η φίλος/η.
  • Ίσως έχετε κάποια ιδέα για το τι προκάλεσε τον καβγά (π.χ., κάτι που είπατε ή κάνατε).
  • Είστε σίγουροι/ες ότι νοιάζεστε ο ένας για τον άλλο και δεν θέλετε να κρατήσει ο θυμός.
  1. «Τι είναι εύκολο να γίνει;»
  • Είναι εύκολο να καταλάβετε ότι ο τσακωμός δεν ήταν ευχάριστος και επιθυμείτε να διορθώσετε την κατάσταση.
  • Είναι επίσης εύκολο να καταλάβετε ότι ενδεχομένως και οι δύο χρειάζεστε λίγο χώρο και χρόνο προτού μιλήσετε ξανά.
  1. «Ποια σημεία φαίνονται δύσκολα;»
  • Το να βρείτε πώς να ξεκινήσετε την κουβέντα για να φτιάξουν τα πράγματα.
  • Το να κατανοήσετε το γιατί είστε αναστατωμένοι/ες και εσείς και ο/η φίλος/η σας.
  • Μπορεί και να φοβάστε ότι δεν θέλει να σας μιλήσει ή ότι
  • ο καβγάς θα ξανασυμβεί.
  1. «Τι μπορώ να κάνω;»
  • Εστιάστε στο λόγο του τσακωμού. Τι ακριβώς τον προκάλεσε; Ήταν κάτι μικρό που διογκώθηκε υπερβολικά; Αποφασίστε αν χρειάζεται να ζητήσετε συγγνώμη.
  • Αναρωτηθείτε «ποιος είναι ο πιο απλός τρόπος να προχωρήσουμε;» και μην κολλήσετε στο ποιος φταίει.
  • Αφήστε στην άκρη τις υποθέσεις, μην προσπαθείτε να μαντέψετε τι σκέφτεται το άλλο πρόσωπο. Αντί να επιδιώξετε να λύσετε τα πάντα αμέσως, μιλήστε όταν είστε και οι δύο έτοιμοι.