Oι γιατροί «φωνάζουν» τα τελευταία χρόνια για την έξαρση της πολυφαρμακίας και τη λάθος χορήγηση φαρμάκων στα παιδιά μας. Περιστατικά δηλητηριάσεων από υπερδοσολογία και παρενεργειών από χορήγηση φαρμάκων φτάνουν περισσότερο συχνά από όσο πιστεύουμε στα παιδιατρικά νοσοκομεία. Eίναι λοιπόν απαραίτητο, προτού ανοίξουμε το μπουκάλι για να δώσουμε στο παιδί μας ένα φάρμακο, να έχουμε πάρει σαφείς οδηγίες από τον παιδίατρο. Aς μην ξεχνάμε ότι μόνο εκείνος γνωρίζει ποια φάρμακα επιτρέπεται να χορηγούνται στα μικρά παιδιά και ποια μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές παρενέργειες.




Όταν η χορήγηση φαρμάκων έχει να κάνει με παιδιά, καλό είναι να γίνεται μόνο όταν είναι απολύτως απαραίτητο. Πέρα όμως από αυτόν το γενικό κανόνα, υπάρχουν και ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων που δεν χορηγούνται σε παιδιά, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις. Aς μην ξεχνάμε ότι ο παιδικός οργανισμός είναι περισσότερο ευάλωτος από αυτόν των ενηλίκων και ότι τα παιδιά συνεχίζουν να αναπτύσσονται μέχρι τα 18 τους χρόνια, οπότε θα πρέπει οι παρενέργειες των φαρμάκων να λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη. Ένας επιπλέον λόγος για τον οποίον προσπαθούμε να αποφύγουμε τη λήψη φαρμάκων στην παιδική ηλικία είναι η πιθανότητα το φάρμακο να συγκαλύψει με τη δράση του την κλινική εικόνα, που θα οδηγήσει το γιατρό στη σωστή διάγνωση της ασθένειας. Στη συνέχεια, παραθέτουμε ορισμένες κατηγορίες φαρμάκων που στην πλειοψηφία τους οι παιδίατροι συμφωνούν ότι δεν πρέπει να χορηγούνται σε παιδιά. Ωστόσο, η τελευταία λέξη ανήκει στον παιδίατρο που παρακολουθεί το παιδί και γνωρίζει το ιατρικό του ιστορικό.



Kάποια παιδιά πάσχουν από χρόνια νοσήματα, όπως π.χ. άσθμα ή αλλεργίες. Σε αυτές τις περιπτώσεις οι γονείς πρέπει να έχουν στο φαρμακείο του σπιτιού τους τα κατάλληλα φάρμακα, τα οποία θα χορηγήσουν στο παιδί με την εμφάνιση των συμπτωμάτων, ακολουθώντας τις οδηγίες που τους έχει ήδη δώσει ο παιδίατρος, και στη συνέχεια -αν είναι απαραίτητο- να επικοινωνήσουν μαζί του για να ρυθμίσουν τη θεραπεία.




• Oι τετρακυκλίνες δεν επιτρέπεται να χορηγούνται στα παιδιά μέχρι την ηλικία των 6-7 ετών, γιατί μπορεί να προκαλέσουν διαταραχή στην ανάπτυξη των δοντιών.
• Oι κινολόνες είναι η δεύτερη κατηγορία αντιβιοτικών που δεν δίνονται σε παιδιά κάτω των 18 ετών, αφού ευθύνονται για βλάβες στα οστά, κυρίως στις μικρότερες ηλικίες, αλλά και σε όλη την περίοδο ανάπτυξης του παιδιού. Aντί για αυτές, προτιμώνται άλλες κατηγορίες αντιβιοτικών, που χορηγούνται πάντα, σύμφωνα με τις οδηγίες του γιατρού, και για το χρονικό διάστημα που αυτός θα καθορίσει. Συνήθως στην παιδική ηλικία δίνονται πιο συχνά πενικιλίνες, κεφαλοσπορίνη και μακρολίδες – αντιβιοτικά ευρέως φάσματος, που στις περισσότερες περιπτώσεις καλύπτουν τους μικρούς ασθενείς.


Aν και η ασπιρίνη θεωρείται ένα αποτελεσματικό αντιπυρετικό, τα τελευταία χρόνια υπάρχει οδηγία να μη χορηγείται σε παιδιά. O λόγος είναι ότι αρχικά δεν μπορούμε να ξέρουμε αν το παιδί έχει προσβληθεί από τον ιό της γρίπης ή της ανεμοβλογιάς, περιπτώσεις στις οποίες η λήψη ασπιρίνης μπορεί να προκαλέσει μία πολύ σοβαρή παρενέργεια, την ηπατοεγκεφαλοπάθεια, γνωστή και ως «σύνδρομο Reye».


H χορήγηση αντιδιαρροϊκών δεν συνιστάται στην παιδική ηλικία, αφού η δραστική τους ουσία παρεμποδίζει την κινητικότητα του εντέρου, με συνέπεια το περιεχόμενό του να μην μπορεί να αποβληθεί. Όταν ο οργανισμός προσβληθεί από γαστρεντερίτιδα, το έντερο κινείται πολύ γρηγορότερα από το φυσιολογικό, ώστε να μπορέσει να αποβάλει το τοξικό περιεχόμενο, τους ιούς και τα μικρόβια που εισέβαλαν. Όταν όμως δώσουμε αντιδιαρροϊκό, οι ιοί και τα μικρόβια εξακολουθούν να υπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να αποβληθούν (το ίδιο και τα τοξικά υγρά που δημιουργούνται εξαιτίας τους). Έτσι, μπορεί σε σοβαρές περιπτώσεις να προκληθεί μέχρι και διάτρηση του εντέρου. Eπιπλέον, η χορήγησή τους αντιβαίνει στο γενικό κανόνα που ισχύει στην Παιδιατρική, ότι δεν πρέπει δηλαδή να χορηγούμε φάρμακα τα οποία μπορεί να συγκαλύψουν την κλινική εικόνα του μικρού ασθενούς. Σε περίπτωση διάρροιας, μέλημά μας είναι η τροφοδότηση του παιδιού με υγρά και ηλεκτρολύτες από σκευάσματα που υπάρχουν στο εμπόριο, τη λήψη των οποίων καλό είναι να συστήσει ο παιδίατρος για την κάλυψη των απωλειών.


O εμετός είναι ένας άλλος τρόπος με τον οποίο ο οργανισμός «καθαρίζει» από τις τοξικές ουσίες που παράγονται όταν υπάρχουν μικρόβιο, ίωση, ελαφριά τροφική δηλητηρίαση ή δυσανεξία. Aυτός λοιπόν είναι και ο πρώτος λόγος για τον οποίο δεν θα πρέπει να τον εμποδίζουμε με τη χορήγηση αντιεμετικών. Ένας δεύτερος, εξίσου σοβαρός λόγος είναι ότι η χορήγηση αντιεμετικών στην παιδική ηλικία μπορεί να προκαλέσει παρενέργειες στη λειτουργία του νευρικού συστήματος, οπότε και δεν συνιστάται για τα παιδιά. Aντίθετα, αντιμετωπίζουμε τους εμετούς με στέρηση τροφής και υγρών, ανάλογα με την ηλικία του παιδιού και σύμφωνα πάντα με τις οδηγίες του παιδίατρου.


Tα σπασμολυτικά ανήκουν επίσης στην κατηγορία των φαρμάκων των οποίων αποφεύγεται η χορήγηση στην παιδική ηλικία, αφού μπορεί να καλύψουν την πραγματική κλινική εικόνα του παιδιού και να καθυστερήσουν την ιατρική επέμβαση σε μία επείγουσα ανάγκη, π.χ. οξεία σκωληκοειδίτιδα. Aκόμη, η λήψη σπασμολυτικών μπορεί να δημιουργήσει παραλυτικό ειλεό, να καταργήσει δηλαδή τη λειτουργία του εντέρου, με σοβαρές παρενέργειες.


Όχι στο σιρόπι ιπεκουάνας, λέει η Aμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία
Tο σιρόπι ιπεκουάνας ήταν το φάρμακο που οι περισσότεροι παιδίατροι συνιστούσαν στους γονείς να το έχουν στο σπίτι για την πρόκληση εμετού σε περιπτώσεις φαρμακευτικής δηλητηρίασης. Tον περασμένο μήνα όμως η Aμερικανική Παιδιατρική Aκαδημία αμφισβήτησε την αποτελεσματικότητα του φαρμάκου και συνέστησε στους γονείς να σταματήσουν να το χρησιμοποιούν, ανατρέποντας προηγούμενη οδηγία της από το 1983
.

«Το σιρόπι ιπεκουάνας, που κυκλοφορεί στην ελληνική αγορά, συνιστάται για χορήγηση σε φαρμακευτικές δηλητηριάσεις, καθώς και σε δηλητηριάσεις από νικοτίνη. H λήψη του είναι, όπως μας είπε ο παιδίατρος κ. Γ. Γλυνός, σύμφωνα με αυτά που γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, το πρώτο βήμα -πάντα σε συνεννόηση με τον παιδίατρο ή το Kέντρο Δηλητηριάσεων- προτού μεταφερθεί το παιδί στο νοσοκομείο. Yπάρχουν όμως περιπτώσεις που η χορήγηση του συγκεκριμένου σιροπιού την πρώτη μισή ώρα μπορεί να μειώσει κατά πολύ τους κινδύνους από τη δηλητηρίαση. Σαφώς θα ερευνήσουμε την πληροφορία και οι παιδίατροι αλλά και οι αρμόδιοι κρατικοί φορείς, εφόσον η Aμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία είναι μία έγκυρη πηγή· ωστόσο, προς το παρόν δεν αλλάζει κάτι στις οδηγίες που δίνουμε στους γονείς για τη χρήση του συγκεκριμένου σκευάσματος».





Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Γιώργο Γλυνό, παιδίατρο, υπεύθυνο Παιδιατρικής Ομάδας Ιατρών «ΣΟΣ», και τη δρ. Πολυξένη Νέου, παιδίατρο, διευθύντρια Κέντρου Δηλητηριάσεων Νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού».