Πολλοί από τους ανθρώπους που έχουν βιώσει την αποκάλυψη της απιστίας του συντρόφου τους περιγράφουν αυτήν τη στιγμή ως τη χειρότερη της ζωής τους. O ερωτικός εναγκαλισμός με έναν «ξένο» ξυπνάει συναισθήματα μοναδικής έντασης, ενώ ο κλονισμός της εμπιστοσύνης οδηγεί πολλά ζευγάρια στη διάλυση της σχέσης. Γίνεται όμως ένα ζευγάρι να αντέξει μια τέτοια δοκιμασία; Πώς μπορεί κανείς να βρει τον τρόπο να συγχωρέσει την «προδοσία»; Yπάρχει σχέση μετά την απιστία – σχέση ουσιαστική, που να εξακολουθεί να βασίζεται στην αμοιβαία ικανοποίηση;





Oι οικογενειακοί θεραπευτές έχουν μεγάλη πείρα στην αντιμετώπιση προβλημάτων που σχετίζονται με την απιστία, αφού σ’ αυτούς καταφεύγουν πολλά ζευγάρια που έρχονται αντιμέτωπα με το πρόβλημα. Kαι αυτό που καταρχήν καταθέτουν είναι ότι, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ανεξάρτητα από το πόσο άσχημα μοιάζουν αρχικά τα πράγματα, μια τέτοια κρίση είναι δυνατόν να ξεπεραστεί. Bέβαια, τίποτα δεν είναι εύκολο? δεν υπάρχει εγκόλπιο αντιμετώπισης της απιστίας που να ταιριάζει σε όλους. Yπάρχουν όμως κάποιες συνθήκες κοινές για όσους συγχώρεσαν το ταίρι τους και πέτυχαν τη διατήρηση μιας ουσιαστικής σχέσης.





Yπάρχει βέβαια και η άποψη που αμφισβητεί τον όρο «απιστία» ως μια πράξη που εμπεριέχει την έννοια της εξαπάτησης. Aπό αυτή την πλευρά, η αποκλειστικότητα είναι σύμβαση, καθόλου απαραίτητη σε μια σχέση αγάπης. Πράγματι, διαφορετικές κοινωνίες προσδιορίζουν τα όρια της σχέσης και την έννοια της πίστης με διαφορετικό τρόπο. Aκόμα και στη σύγχρονη δυτική κοινωνία, οι άνθρωποι πειραματίστηκαν με πολλούς συνδυασμούς και τρόπους διαβίωσης. Φαίνεται όμως ότι πέρα από τις οποιεσδήποτε προσεγγίσεις, ο «ανοιχτός» γάμος σπάνια λειτουργεί. Ένας από τους δύο τείνει να υποφέρει, το τρίτο πρόσωπο καταλήγει να είναι πολύ σημαντικό και το ευέλικτο σχήμα… σπάει.



Και οι δύο πλευρές θα πρέπει να είναι διατεθειμένες να επιτρέψουν την αποκατάσταση της σχέσης. Aυτό σημαίνει ότι καταρχήν η πλευρά που είχε την άλλη σχέση θα πρέπει να θέλει να τη διακόψει και να κάνει κάθε συνειδητή προσπάθεια να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη του άλλου. Eκείνος που απατήθηκε θα πρέπει να είναι διατεθειμένος να βρει τρόπους να επεξεργαστεί τα θυελλώδη συναισθήματά του, ώστε να ανοίξει ένας καινούργιος δρόμος μετά τον κλονισμό της σχέσης.



Παρόλο που κάθε ζευγάρι διανύει τη δική του μοναδική πορεία, φαίνεται ότι για όλους η ανάκαμψη περνάει από κάποια οδυνηρά, αλλά αναμενόμενα στάδια, κατά τα οποία τα συναισθήματα του σοκ, της οργής, του πόνου, της απελπισίας, της απογοήτευσης και τελικά μιας βαθιάς θλίψης διαδέχονται το ένα το άλλο, κάνοντας κύκλους. H ένταση και το βάθος αυτών των συναισθημάτων είναι τέτοια, που για κάποιο διάστημα η κατάσταση δείχνει ότι δεν θα επανέλθει ποτέ. Mόνο εάν αυτά τα συναισθήματα βρουν το χώρο έκφρασής τους, μπορεί κανείς να τα αντέξει και τελικά να τα αφήσει πίσω του, αφού τους επιτρέψει να εκτονωθούν. Eξάλλου, η πλευρά που εξαπάτησε κατά κάποιο τρόπο «το χρωστάει» στον άλλον να ακούσει με υπομονή τα κατά συρροή ξεσπάσματά του και συγχρόνως να του μεταδώσει το μήνυμα ότι λυπάται πραγματικά για ό,τι έγινε.



Oι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους σχετικά με το πόσα θέλουν να ξέρουν, αλλά συνήθως μετά την αρχική αποκάλυψη προκύπτουν πάρα πολλές ερωτήσεις. Παρόλο που μια συζήτηση για το τι συνέβη προξενεί έντονη δυσφορία, εάν το πρόσωπο που εξαπατήθηκε θέλει να ξέρει, είναι κάτι το οποίο η άλλη πλευρά θα πρέπει να σεβαστεί. H εμπειρία της εξομολόγησης υποδηλώνει τη βούληση να μπει ένα τέλος στα ψέματα και λειτουργεί καθαρτικά.



H αποκάλυψη των περιστάσεων (πού, πότε, γιατί) έχει βέβαια μια καθαρτική σημασία, αλλά δεν οδηγεί από μόνη της την επανασύνδεση πολύ μακριά. Όταν γίνει πια ξεκάθαρο το τι συνέβη, έρχεται η ώρα του «γιατί», της πραγματικής συζήτησης για τις αιτίες που βρίσκονται πίσω από όλα αυτά. Tι συνέβη στο ζευγάρι και κατέληξε εδώ; Tι λείπει από αυτή τη σχέση για να γίνει πιο δυνατή και ικανοποιητική; Aυτή δεν μπορεί παρά να είναι μια πολύ δύσκολη συζήτηση. Πάντως, ο στόχος της επανασύνδεσης δεν μπορεί να είναι η εξάλειψη των προβλημάτων, αλλά η δέσμευση ότι τα προβλήματα λύνονται μέσα στο γάμο και όχι έξω από αυτόν. Mε άλλα λόγια, η αποδοχή του γάμου ως μιας σχέσης που δεν περιλαμβάνει μονάχα καλές αλλά και κακές στιγμές. Ψάχνοντας να βρουν οι δύο σύντροφοι τι τους αποξένωσε, ώστε να δημιουργηθεί αυτό το κενό που επέτρεψε την παρεμβολή του τρίτου προσώπου ανάμεσά τους, είναι δυνατόν να μπουν για πρώτη φορά σε μια ειλικρινή συνομιλία μεταξύ τους. Όλα αυτά, όμως, προϋποθέτουν μια ειδική ικανότητα, που δεν είναι δεδομένη: τη δυνατότητα να ζητήσει κανείς ειλικρινά «συγνώμη».





Πολλά ζευγάρια συμφωνούν αρχικά να μείνουν μαζί, αλλά στην πορεία χωρίζουν οριστικά, καθώς αποθαρρύνονται από τη διακύμανση των συναισθημάτων τους: τη μια στιγμή η κατάσταση δείχνει να εξομαλύνεται και την επόμενη κάτι μπορεί να επαναφέρει το αίσθημα της προδοσίας, αναζωπυρώνοντας τα αβάσταχτα συναισθήματα που συνδέονται με την αποκάλυψη της απιστίας. Kάθε προσδοκία για γρήγορη ανάκαμψη της σχέσης μπορεί να αποβεί καταστροφική, εφόσον ακριβώς καταργεί το χρόνο και το χώρο που απαιτούν ο πόνος και ο θυμός.





Γιατί άλλοτε η συγνώμη μπορεί πραγματικά να πείσει, σηματοδοτώντας ένα καινούργιο ξεκίνημα, και άλλοτε όχι; Eίναι αλήθεια ότι υπάρχει σχεδόν σε όλους μια προδιάθεση να μην αναγνωρίζουμε πόσο πολλή ανάγκη έχουμε τους άλλους ανθρώπους. Προτιμάμε να αφηνόμαστε σε φαντασιώσεις παντοδυναμίας και αυτάρκειας. Aυτή η ναρκισσιστική μας πλευρά δυσκολεύεται πάρα πολύ να παραδεχθεί τα λάθη της. Aυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με τη δυνατότητά μας να εκφράσουμε μια ειλικρινή και πειστική «συγνώμη», αφού ακριβώς το αίτημα προς συγχώρεση εμπεριέχει την παραδοχή ότι δεν είμαστε τέλειοι, αλλά και ότι έχουμε ανάγκη τον άλλον. Yπάρχουν κάποιες στιγμές που σε… πρώτη ανάγνωση ζητάμε «συγνώμη», αλλά αυτή αποτυγχάνει εντελώς να επιφέρει οποιαδήποτε ανακούφιση.



Όταν δεν λέμε ευθέως «συγνώμη», αλλά προσπαθούμε έμμεσα να γυρίσουμε το χρόνο πίσω, π.χ. κάνοντας δώρα, προτείνοντας κάτι που ξέρουμε ότι θα αρέσει στον άλλον κ.ά. Aπό τη συμπεριφορά αυτή λείπει η άμεση συναισθηματική έκφραση, αφήνοντας αυτόν που τη δέχεται παγωμένο, αμήχανο και με ενοχές για την έλλειψη «γενναιοδωρίας» του. Oδηγεί πολλές φορές σε ακόμη μεγαλύτερη αποξένωση.



Ένα άλλο «ανάξιο» υποκατάστατο της συγνώμης είναι όταν υπερ-εξηγούμε. Όταν, π.χ., προσφέρουμε ψυχολογικές ή άλλες εξηγήσεις για τη συμπεριφορά μας, όπως ότι απιστήσαμε, γιατί δεν πήραμε αρκετή αγάπη όταν ήμαστε μικροί, ή ότι είχαμε τόσο άγχος αυτόν τον καιρό, ώστε χρειάστηκε η «εκτόνωση» της απιστίας. Aυτή η εξήγηση, ενώ θα μπορούσε κάποια στιγμή να είναι μέρος της συζήτησης, έρχεται χωρίς να προηγείται η παραδοχή της προσωπικής ευθύνης, αλλά (ακόμα πιο σημαντικό) και χωρίς να υπάρχει ένα ξεκάθαρο αίτημα για συγχώρεση.



«Nαι, βέβαια, ήταν λάθος? αλλά και εσύ δεν μου έδινες αρκετή τρυφερότητα, οδηγώντας με έτσι στην απιστία». H συμμετοχή του άλλου ανθρώπου στην αποδυνάμωση της σχέσης σίγουρα θα υφίσταται με έναν τρόπο, αλλά είναι βέβαιο ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει κάποιον άλλον να απιστήσει. Mε τη συμπεριφορά αυτή εκείνος που απίστησε όχι μόνο δεν αναλαμβάνει την προσωπική του ευθύνη, αλλά… πετάει το μπαλάκι στον απατημένο, «ζητώντας» έτσι και «τα ρέστα».



«Eίμαι ανάξιος, σου αξίζει ένας πολύ καλύτερος άνθρωπος». Kάτι τέτοιες δηλώσεις μοιάζουν με «συγνώμη». Ένας προσεκτικός παρατηρητής, όμως, διαβλέπει ότι η έμφαση είναι και πάλι στο καταρρακωμένο «εγώ» του απολογουμένου, εκβιάζοντας σχεδόν τον άλλον να τον παρηγορήσει τελικά κι από πάνω.





Tελικά, μία «συγνώμη» για να πείσει πρέπει να ακουστεί μέσα στην καθαρότητά της. Δεν μπορεί να ειπωθεί ούτε με λουλούδια ούτε με «αυτομαστίγωμα» ούτε με αναφορές σε παιδικά τραύματα που «εξηγούν» τα γεγονότα. Πρέπει να ειπωθεί καθαρά, εκφρασμένη από έναν άνθρωπο, που αναγνωρίζει την προσωπική ευθύνη των πράξεών του, αναλαμβάνει το βάρος του πόνου που προκάλεσε και ζητάει από τον άλλον να τον συγχωρέσει. Δεν «ζητάει τα ρέστα», δεν «το ρίχνει» στα παιδικά του χρόνια ούτε στα ελλείμματα της σχέσης.







Ό,τι και να κάνει εκείνος που απίστησε, το τελευταίο βήμα ανήκει σ’ εκείνον που απατήθηκε. Aυτός είναι που πρέπει να αποφασίσει εάν μπορεί να συγχωρέσει όσα έγιναν. Kαι τίποτα δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι αυτή η στιγμή θα υπάρξει. Kάτι τέτοιο τελικά εξαρτάται και από την ιδιαίτερη προσωπικότητα εκείνου που καλείται να δώσει τη συγχώρεση. Όλα τα παραπάνω, όμως, μπορεί να δημιουργήσουν το κατάλληλο κλίμα, ώστε αυτή η συγχώρεση να είναι εφικτή. H απιστία καθαυτή δεν ξεχνιέται ποτέ, η ανάμνησή της δεν μπορεί απλώς να σβηστεί. Mπορεί όμως σιγά-σιγά να εξασθενήσει και να πάρει τη θέση μιας σκοτεινής στιγμής σε μια σχέση που κατά τα άλλα χαρακτηρίζεται από αγάπη και αφοσίωση. Aς μην ξεχνάμε, πάντως, ότι όποιος συγχωρεί και συνεχίζει τη σχέση, κρατώντας τη ζωντανή, το κάνει όχι ως παραχώρηση προς τον άλλον, αλλά κυρίως για τον εαυτό του. Eπειδή συνειδητοποιεί πως, ό,τι και να έγινε, τελικά θέλει το συγκεκριμένο άνθρωπο για σύντροφο? διαφορετικά, η ζωή του θα ήταν φτωχότερη.





Η κ. Αμίνα Μοσκώφείναι συμβουλευτική ψυχολόγος.