Πώς γίνεται κτίρια φτιαγμένα εδώ και δώδεκα ή περισσότερους αιώ-νες, όπως η Αγία Σοφία της Θεσσαλονίκης, να διατηρούν τους σοβάδες τους σε εξαιρετική κατάσταση από τότε, ενώ στην ίδια πόλη οικοδομήματα που ούτε πενήντα χρόνια δεν έχουν περάσει από την κατασκευή τους να βρίσκονται σε άθλια κατάσταση, με το εξωτερικό τους έτοιμο να καταρρεύσει; Ψάχνουμε, στην τρίτη αυτή συνέχεια της σειράς για τη δόμηση με οικολογικά αποδεκτά υλικά, το τι θα έπρεπε να έχουμε υπόψη μας για τους σοβάδες, τον ασβέστη και τα άλλα υλικά του χτισίματος και μαθαίνουμε ότι αυτό που αποκαλούμε έτσι κυνικά και αδιάφορα «ντουβάρι», στην πραγματικότητα, και όσο υπάρχει το σπίτι μας, αναπνέει, αρρωσταίνει ή και πεθαίνει από ασφυξία. Αν όμως του δώσουμε τη σημασία που χρειάζεται, μπορεί να μας
ζεσταίνει κιόλας…


Τα τεράστια φορτηγά, που έχουν πυκνώσει και περνούν δίπλα σου μέσα στην παχιά σκόνη μουγκρίζοντας και εντελώς αδιάφορα για το τι γίνεται εκεί στον… κάτω κόσμο όπου κινείσαι εσύ με το Ι.Χ. αυτοκίνητο, σε κάνουν να αισθάνεσαι μικρός, αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνεις ότι πλησιάζεις πια στο λατομείο. Το τοπίο έχει αλλάξει. Λες πως ίσως έτσι θα μοιάζει η Σελήνη όταν αποφασίσουν να χτίσουν και εκεί επάνω. Εσύ όμως έχεις έλθει μέχρι εδώ γιατί ο ιδιοκτήτης του λατομείου αντί να κάθεται στην πόρτα και να μετράει πόσα φορτηγά βγαίνουν φορτωμένα με χαλίκι και πόσα με άμμο και να λογαριάζει τις εισπράξεις, θέλησε να βάλει κι άλλους μπελάδες στο κεφάλι του. Και τα κατάφερε. Άρχισε να ασχολείται με τους σοβάδες και το πώς έχτιζαν οι παλιότεροι χωρίς τσιμέντο, που μόνο για την παραγωγή του χρειάζεται να κάψεις παράλογα πολύ πετρέλαιο, ενώ ως υλικό δεν είναι ούτε το καλύτερο ούτε το ανθεκτικότερο – άλλο αν βολεύει τους εργολάβους, γιατί έτσι χτίζουν γρήγορα πολλά τετραγωνικά. Ανακάλυψε, λοιπόν, στην ουσία αλήθειες κρυμμένες σε παλιά υλικά. Τα λεγόμενα «εναλλακτικά κονιάματα», που είναι οι χωρίς τσιμέντο σοβάδες και στο βιβλίο «Oικολογική Αρχιτεκτονική» των Κώστα και Θέμη Τσίπηρα ορίζονται ως «οι τέλειοι συνδυασμοί κονίας και κεραμικών προϊόντων, διάφορων κοκκομετρικών διαβαθμίσεων, που αποτελούνται από κεραμάλευρα και θηραϊκή γη». Στο λατομείο του κ. Πάνου Κοροπούλη, υπάρχει ένα κομμάτι που έχει γίνει κάτι σαν υπαίθριο εργαστήριο όπου δοκιμάζονται σχεδόν καθημερινά διάφορες συνθέσεις σοβάδων. Γύρω, αμέτρητοι σάκοι με υλικά, από όλη την Ελλάδα, εκτός από μαρμαρόσκονη, που θεωρείται τελείως άχρηστη, και τοίχοι όπου υπάρχουν αποτυπωμένα ένα σωρό δείγματα. Βασικό υλικό η θηραϊκή γη, γνωστή από την αρχαιότητα, που τώρα πρέπει να θεωρείται δοκιμασμένη και με επιβεβαιωμένη πλέον την αντοχή της. Έχει την ιδιότητα να αντιδρά με την άσβεστο και με το νερό για να δώσει, χάρη στο πυρίτιο που περιέχει, ενώσεις (ασβεστοπυριτικές), που κάνουν πολύ πιο ανθεκτικό το σοβά. Σήμερα η θηραϊκή γη έρχεται από τη Νίσυρο και είναι ηφαιστειογενές υλικό, μια λάβα όπως την αποκαλούν στην αγορά.


O ασβέστης παράγεται από πετρώματα που περιέχουν πυρίτιο και πηλό, όταν αυτά θερμανθούν σε θερμοκρασία από 950 έως και 1.250 βαθμούς Κελσίου το πολύ. O λεγόμενος υδραυλικός ασβέστης δεν ανακατεύεται με νερό από πριν, αλλά τον κρατούν σε μορφή σκόνης και έρχεται σε επαφή με το νερό την ώρα που πρόκειται να γίνει η λάσπη και να απλωθεί στον τοίχο. O γνωστός κλασικός ασβεστοπολτός στη λάσπη σκληραίνει μέσα από μια αργή διαδικασία διάρκειας μερικών εβδομάδων, όπου αντιδρά με το ατμοσφαιρικό διοξείδιο του άνθρακα. O υδραυλικός ασβέστης διατίθεται ξηρός σε πλαστική συσκευασία και παρασκευάζεται με τη βοήθεια του νερού και την παρουσία λάβας, που περιέχει το απαραίτητο για την αντίδραση πυρίτιο. Αντιδρά αμέσως και δίνει ένα πολύ ισχυρό επίχρισμα, αλλά ταυτόχρονα όσο πρέπει πορώδες, ώστε να αναπνέει όλος ο τοίχος, και πολύ πιο εύκαμπτο από ό,τι δίνουν τα επιχρίσματα με τσιμέντο.


Μια από τις βασικές έγνοιες ενός ιδιοκτήτη σπιτιού πρέπει να είναι το πώς θα αναπνέουν οι τοίχοι του. Στο προηγούμενο ακριβώς τεύχος είχαμε αναφερθεί στο μονωτικό υλικό που μπαίνει ανάμεσα στα τούβλα και είχαμε καταλήξει στο ότι θα πρέπει να είναι ένα υλικό όπως το ξυλόμαλλο, πιο γνωστό στην αγορά με την εμπορική ονομασία «Heraklit», ακριβώς γιατί αυτό έχει πόρους και επιτρέπει στην υγρασία να μην εγκλωβίζεται στο εσωτερικό του σπιτιού. Πότε όμως τα καταφέρνει; Όταν και τα υπόλοιπα τμήματα του τοίχου επιτρέπουν την αναπνοή. Και σίγουρα τα τούβλα, όντας ένα πορώδες υλικό, δεν δημιουργούν πρόβλημα. Oι σοβάδες όμως; Εδώ λοιπόν πρέπει να γνωρίζουμε ότι για να γίνει ένας σοβάς σωστός και ανθεκτικός και να επιτρέπει την αναπνοή, χρειάζεται και λάβα και ασβέστης. Να δημιουργηθεί δηλαδή το λεγόμενο «κουρασάνι». Εδώ όμως ο κ. Κοροπούλης, που εκτός από τα δικά του πειράματα στέλνει διάφορους συνδυασμούς υλικών για μετρήσεις στο Πολυτεχνείο, έχει καταλήξει ότι ο ασβέστης που χρησιμοποιείται κατά κόρον σε κάθε οικοδομή και θυμίζει γιαούρτι είναι πολύ κατώτερος (!!!) από το λεγόμενο υδραυλικό ασβέστη, που πωλείται σε σκόνη και ουσιαστικά δεν είναι ακριβότερος από τον άλλον.


Η αλήθεια είναι ότι εκεί στο λατομείο δεν έκαναν καν κάποια ανακάλυψη, διότι αν ψάξει κάποιος το θέμα στο Internet (π.χ. στο site: www.buildingconservation.comarticles/lime/hylime.html), θα βρει, για παράδειγμα, ότι οι Άγγλοι κάνουν την αυτοκριτική τους και φτάνουν να γράφουν ότι «ως λαός έχουμε ξεχάσει την υδραυλική άσβεστο στις οικοδομές μας», ενώ παραθέτουν και την άποψη ότι «αποκλειστική χρήση τσιμέντου δείχνει μόνο άγνοια της ποιότητας του υδραυλικού ασβέστη και αυτό πληρώνεται ακριβά». Μια άποψη κάθε άλλο παρά σημερινή μόνο, αφού πρωτοδιατυπώθηκε το 1895 (!!!) και τώρα επιβεβαιώνεται με πολύ πιο σύγχρονες μετρήσεις, κυρίως στο εξωτερικό αλλά και εδώ, δημιουργώντας -όταν δεν υπερισχύει η εργολαβική αναισθησία φυσικά- μια νέα τάση επιστροφής σε παλιές συνθέσεις. Εκτός από την αποδεδειγμένη αντοχή του, αυτός ο σοβάς δεν αντιδρά με το θειάφι, που υπάρχει άφθονο πλέον στην ατμόσφαιρα. Έχει επίσης ελαστικότητα, άρα ελαττώνεται η πιθανότητα για ρωγμές (με αποτέλεσμα την εισβολή νερού στον τοίχο) και, τέλος, αναπνέει, διότι δεν παγιδεύει νερό μέσα, ενώ η όποια υγρασία αποβάλλεται με τη μορφή ατμού. Στην αναπνοή βοηθάει και η ύπαρξη του «Heraklit» ως μονωτικού, γιατί, όπως είδαμε από δοκιμές που κάναμε βυθίζοντας το υλικό αυτό μέσα στο νερό και ζυγίζοντάς το στη συνέχεια σε διαδοχικές χρονικές στιγμές μέσα σε 24 ώρες, δεν κρατάει υγρασία, αφού είχε ξαναβρεί το αρχικό του βάρος. Για αντοχή στις συστολές και διαστολές λόγω θερμοκρασίας προστίθεται χαλαζιακή άμμος, αλλά όπως μας εξήγησε ο κ. Κοροπούλης, εκείνος χρησιμοποιεί άμμο από την Κωπαΐδα και όχι θαλάσσια, για να μην έχει μέσα και αλάτι – που μπορεί μεν να το γλίτωσε εφόσον δεν χρησιμοποίησε ασβεστοπολτό (περιέχει ποσότητα νατρίου), αλλά, εάν τελικά χρησιμοποιήσει άμμο θαλασσινής προέλευσης, ο ατυχής ιδιοκτήτης είναι πιθανό να δει το αλάτι να εμφανίζεται στον τοίχο του.


Ένα ακόμη στοιχείο που αξίζει να προστίθεται στο σοβά είναι το κεραμάλευρο, αγαπημένο υλικό των Ρωμαίων και των Βυζαντινών. Είναι φτιαγμένο από άργιλο που έχει ψηθεί στους 1.200 βαθμούς Κελσίου και μετά έχει γίνει σκόνη. Εκτός του ότι αυξάνει εντυπωσιακά την αντοχή του σοβά, μπορεί να δώσει και κάποια φυσικά γαιώδη χρώματα, απαλλάσσοντας τον ιδιοκτήτη από τα έξοδα του βαψίματος. Γενικότερα, σε αυτά τα εναλλακτικά κονιάματα, με την προσθήκη χρώματος το βάψιμο μιας πρόσοψης μπορεί να γίνει παρελθόν. Τα χρώματα εννοείται ότι είναι κι αυτά ειδικά επιλεγμένα ώστε να μην κλείνουν τους πόρους, γιατί αν κάνεις όλη αυτή τη διαδικασία και μετά ρίξεις από επάνω ένα οποιοδήποτε «πλαστικό» χρώμα που δημιουργεί αδιαπέραστο στρώμα σαν λάστιχο, έχεις καταστρέψει όλη την προσπάθεια. Όσοι δεν θέλουν τις διακυμάνσεις στο χρώμα του φυσικού σοβά μπορούν να αντιμετωπίσουν το «πρόβλημα» προσθέτοντας ρητίνη, ενώ σε σπίτια μέσα στην πόλη οι εσωτερικοί τοίχοι μπορούν να λειανθούν. Μερικοί επιμένουν ότι δεν βλάπτει αν ρίξουν και λίγο τσιμέντο σε αυτό το δοκιμασμένο από παλιά υλικό, αλλά, εκτός του ότι για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος το τσιμέντο πρέπει να χρησιμοποιείται όσο γίνεται λιγότερο (το εναλλακτικό κονίαμα για να παραχθεί βγάζει 80% λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από ό,τι τα τσιμεντοκονιάματα), δημιουργεί προβλήματα στο σοβάντισμα του τοίχου. Διότι το τσιμέντο τείνει να χωριστεί από τα υπόλοιπα συστατικά, καθιζάνοντας κάπως, και κυρίως γιατί κλείνει τους πόρους, που τους θέλουμε να μείνουν ανοικτοί. Βέβαια, όλα αυτά δημιουργούν κόντρες και γκρίνιες με διάφορους σοβατζήδες, γιατί τα εναλλακτικά κονιάματα τους βγάζουν από τα όσα έχουν συνηθίσει. O ιδιοκτήτης, όμως, πρέπει να μένει ανεπηρέαστος από αυτά· εξάλλου, πάντα βρίσκονται οι κατάλληλοι άνθρωποι που ψάχνουν τα πράγματα και κάνουν το σωστό.


• Προτιμούμε τα εναλλακτικά κονιάματα που περιέχουν αλεσμένο κεραμίδι, έγχρωμη άμμο, θηραϊκή γη, χαλαζία, προσφέροντας μεγαλύτερη θερμομόνωση και επιτρέποντας την αναπνοή των τοίχων.
• Δεν περιέχουν βλαβερές χημικές ουσίες, παράγονται με τη δαπάνη λιγότερης ενέργειας και την παραγωγή λιγότερου διοξειδίου του άνθρακα.
• Αποφεύγουμε τη μαρμαρόσκονη, που βολεύει τον εργολάβο αλλά δεν προσφέρει τίποτα στον τοίχο μας.
• Αποφεύγουμε όσο μπορούμε το τσιμέντο.
• Δεν χρησιμοποιούμε ασβεστοπολτό, αλλά το λεγόμενο υδραυλικό ασβέστη, που διατίθεται σε σκόνη.


Στην περίπτωση του οικολογικού σοβά απαιτείται περισσότερος χρόνος για τον ιδιοκτήτη της οικοδομής, διότι πρέπει να πείσει το μηχανικό του και όποιον θα αναλάβει το σοβάτισμα να γίνει η δουλειά με αυτό τον τρόπο. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι όποιος διαθέτει οικολογικούς σοβάδες αναλαμβάνει, όπου υπάρχει άγνοια, να εκπαιδεύσει ή να βρει ανθρώπους εξοικειωμένους με την τεχνική. Ίσως ο χρόνος να είναι το αρνητικό σημείο της όλης διαδικασίας.
Η αντοχή του οικολογικού σοβά δεν συγκρίνεται σε σχέση με το συμβατικό. Τα ιστορικά κτίρια που ακόμη στέκουν με τα επιχρίσματά τους είναι αδιάψευστοι μάρτυρες.
Τα οικολογικά επιχρίσματα δεν περιέχουν επικίνδυνα χημικά συστατικά. Και από αυτή την άποψη υπερέχουν.
Μπορείς να επιτύχεις κάποια χρώματα (κάπου δέκα). Φυσικά, αν θέλεις κάτι άλλο, τότε χρησιμοποιείς και κάποια οικολογική μπογιά.
Εδώ επίσης έχουμε καθαρή υπεροχή του οικολογικού σοβά. Επιτρέπει στον τοίχο να αναπνέει, ώστε να μην εγκλωβίζει υγρασία, έχει καλύτερο συντελεστή θερμοπερατότητας, δεν ξεφλουδίζει, δεν βγάζει άλατα και δεν θα «φουσκώσει» σε λίγα χρόνια.
Oι οικολογικοί σοβάδες δεν είναι ακριβότεροι από τους συμβατικούς, αν λάβουμε υπόψη ότι μπορεί να γλιτώσουμε το βάψιμο των εξωτερικών τοίχων (εφόσον αρκεστούμε στους φυσικούς χρωματισμούς).


Λατομείο Πάνου Κοροπούλη (τηλ.: 22620- 25.543), 6ο χλμ. του επαρχιακού δρόμου Θήβας-Λειβαδιάς.