«Ένας έμπορος είχε εκατόν πενήντα καμήλες, που κουβαλούσαν τα υφάσματα του και σαράντα παραγιούς και υπηρέτες που έτρεχαν να εκτελέσουν τις διαταγές του. Ένα βράδυ κάλεσε στο σπίτι του έναν φίλο, τον Σααντί. Όλη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε παρά μιλούσε ακατάπαυστα για τις έννοιες του, τις δυσκολίες και το τρέξιμο της δουλειάς του. Μιλούσε για τα πλούτη που είχε στο Τουρκιστάν, το βιός του στις Ινδίες και του έδειχνε τα συμβόλαια από τα σπίτια και τα κτήματα του και τα πολύτιμα κοσμήματα του. « Αχ Σααντί» στέναζε ο έμπορος: » μόνο ένα ταξίδι θέλω να κάνω ακόμα. Μετά απ’ αυτό το ταξίδι θέλω επιτέλους πια να σταματήσω τη δουλειά, να καθήσω στην ωραία μου ησυχία που την έχω κερδίσει με την αξία μου και που τόσο επιθυμώ, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο. Θέλω να φέρω περσικό θειάφι στην Κίνα, γιατί άκουσα ότι εκεί αξίζει πολλά. Από κει θέλω να πάω κινέζικα βάζα στη Ρώμη. Το πλοίο μου θα μεταφέρει τότε ρωμαϊκά υφάσματα στις Ινδίες κι από κει θέλω να φέρω ινδικό ατσάλι στο Χαλέπι. Από εκεί θέλω να εξάγω καθρέφτες και γυαλικά στην Υεμένη και από εκεί να εισάγω βελούδο στην Περσία.»

Και με ονειροπόλο ύφος ανακοίνωσε στον Σααντί που τον άκουγε και δεν πίστευε στ’ αυτιά του: «Και μετά, στη ζωή μου θα υπάρχει μόνο ησυχία, γαλήνη και διαλογισμός, οι ψηλότεροι στόχοι που υπάρχουν στις σκέψεις μου.» (παλιά περσική ιστορία)

Πολλές φορές πιάνω τον εαυτό μου, τους γύρω μου, τους πελάτες μου να αγχώνονται για όσα θέλουν να κάνουν ακόμα, όσα δεν έχουν καταφέρει, προλάβει, δοκιμάσει. Με αφορμή την κρίση αγωνιούν γι’ αυτά που άρχισαν και ίσως δεν τελειώσουν, για αυτά που θα τους λείψουν. Πολλά απ’ αυτά τα ακούω από ανθρώπους που η κρίση δεν τους έχει αγγίξει ή αν ναι, μάλλον ελαφριά. Και σκέφτομαι την ιστορία του σοφού Σααντί και ότι η κρίση σαν οικονομική, πολιτική, κοινωνική κατάσταση είναι δύσκολη, επιζήμια, καταστροφική ίσως. Ταυτόχρονα όμως είναι για τον καθένα και μια εντελώς προσωπική ιστορία.