Προς πλήρη ποινικοποίηση του καπνίσματος και ολοσχερή απαγόρευσή του (όπως έγινε στο παρελθόν με διάφορα ναρκωτικά) οδεύουν τα περισσότερα κράτη, σύμφωνα με έκθεση ειδικών. Η ίδια έκθεση αισιοδοξεί ότι το 2050 έτσι κι αλλιώς θα έχουν κόψει σχεδόν όλοι το κάπνισμα οικειοθελώς, οπότε θα είναι και πιο εύκολο να απαγορευθεί εντελώς η χρήση του καπνού. Σε τι στηρίζει, όμως, η έκθεση την εκτίμηση ότι το 2050 δεν θα καπνίζει κανείς;

Όπως μεταδίδει το ΒΒC, οι συντάκτες της έκθεσης θεωρούν ότι το διαρκώς αυξανόμενο κόστος των τσιγάρων, σε συνδυασμό με την αυστηρή τήρηση της απαγόρευσης του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, έχει ήδη οδηγήσει πολλούς καπνιστές στη διακοπή ή στην προσπάθεια διακοπής του καπνίσματος. Θεωρούν βέβαιο ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί, ενώ παράλληλα, λόγω της καμπάνιας που γίνεται αδιάκοπα σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, όλο και πιο λίγα παιδιά αρχίζουν πλέον το κάπνισμα. Οι νέες γενιές, δηλαδή, καπνίζουν σε πολύ χαμηλότερο ποσοστό από τις γενιές του ’60 και του ’80. Θεωρούν, μάλιστα, ότι οι γενιές του 2010 και 2030 θα καπνίζουν σε ελάχιστο ποσοστό – πιθανόν και μηδενικό.

Όσον αφορά τους ήδη καπνιστές, π.χ. όσους είναι σήμερα 20 ετών, το 2050 θα είναι (Θεού θέλοντος) 60 ετών. Τι θα απογίνουν αυτοί όταν το τσιγάρο πάρει το δρόμο του χασίς και του οπίου και απαγορευθεί όπως όλες οι εθιστικές ή ναρκωτικές ουσίες; «Κατά πάσα πιθανότητα, το 2050 θα έχουν κόψει όλοι ή σχεδόν όλοι το τσιγάρο», επιμένει η αναφορά Οι ειδικοί που τη συνέταξαν, πιστεύουν ότι οι ρυθμοί διακοπής του καπνίσματος οδηγούν μοιραία σε όλο και πιο χαμηλά ποσοστά καπνιστών χρόνο με το χρόνο. Κατά μέσο όρο, συγκεκριμένα, στην Ευρώπη, ο αριθμός των καπνιστών μειώνεται περίπου κατά 1% το έτος τα τελευταία χρόνια. Στη Βρετανία για παράδειγμα, όπου σήμερα καπνίζει το 22% του πληθυσμού, εκτιμούν ότι με αυτό το ρυθμό μείωσης (περίπου 1% λιγότεροι καπνιστές κάθε χρόνο), σε 20-30 χρόνια το ποσοστό των καπνιστών θα έχει μηδενιστεί – δεν θα υπάρχουν πλέον καπνιστές.

Υπάρχει βέβαια και μια διαφορετική εκτίμηση: Ο ρυθμός μείωσης των καπνιστών δεν είναι σταθερά 1% το χρόνο, αλλά έφτασε σε αυτό το σχετικά υψηλό ποσοστό επειδή την τελευταία πενταετία τού έχει κηρυχθεί κυριολεκτικά πόλεμος σε όλους τους δημόσιους χώρους.