Ντομάτες που αργούν να χαλάσουν, ρύζι με αντιοξειδωτικά καροτενοειδή, φυτά-φάρμακα με αντικαρκινική δράση, καλαμπόκι που δεν κινδυνεύει από τα ζιζάνια… Με μια λέξη: γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα – μεταλλαγμένα, όπως συνηθίζουμε να τα αποκαλούμε. Από τότε που κυκλοφόρησαν στην αγορά οι πρώτοι γενετικά τροποποιημένοι σπόροι σόγιας στα μέσα της δεκαετίας του ’90, το ερώτημα του κατά πόσον τα μεταλλαγμένα τρόφιμα ωφελούν ή βλάπτουν την υγεία και το περιβάλλον εξακολουθεί να διχάζει τους ειδικούς.

Τι είναι τα μεταλλαγμένα;
Είναι τρόφιμα και ζωοτροφές που προέρχονται από φυτά στο DNA των οποίων έχουν προστεθεί γονίδια που ανήκουν σε άλλα φυτά, ζώα, βακτήρια ή ιούς. Με τη βοήθεια της γενετικής μηχανικής, τα επιλεγμένα γονίδια μεταφέρονται από το ένα είδος στο άλλο, ακόμη και μεταξύ οργανισμών που δεν συγγενεύουν μεταξύ τους. Πρόκειται, δηλαδή, για διασταυρώσεις που δεν προκύπτουν στη φύση, αλλά καθίστανται εφικτές στο εργαστήριο, χάρη στην ανθρώπινη παρέμβαση.
Η πρώτη γενιά των γενετικά τροποποιημένων σπόρων -όπως η σόγια και το καλαμπόκι- δημιουργήθηκε στις ΗΠΑ με σκοπό το όφελος του καλλιεργητή. Με άλλα λόγια, η τροποποίηση στο DNA του φυτού γίνεται ώστε αυτό να είναι πιο ανθεκτικό σε παράγοντες όπως τα ζιζάνια, τα έντομα, ακόμη και οι καιρικές συνθήκες. Με αυτό τον τρόπο, θεωρείται ότι εξασφαλίζεται η αύξηση της παραγωγής, μειώνεται η ανάγκη των ψεκασμών και της χρήσης λιπασμάτων και τα φυτά γίνονται πιο ανθεκτικά. Σήμερα, οι κυριότερες κατηγορίες γενετικά τροποποιημένων φυτών που παράγονται περιλαμβάνουν εκείνα που έχουν μεγαλύτερη ανθεκτικότητα σε συγκεκριμένα ζιζανιοκτόνα (π.χ. βαμβάκι, καλαμπόκι, καπνός), οπότε και δεν κινδυνεύουν να καταστραφούν στη διάρκεια των ψεκασμών, καθώς και εκείνα με ανθεκτικότητα σε ιούς και έντομα (π.χ. ντομάτες, καλαμπόκι).

Μια ματιά στο μέλλον
Η επόμενη γενιά των γενετικά τροποποιημένων φυτών θεωρείται ότι θα έχει ως σκοπό τη βελτίωση της υγείας των καταναλωτών. Σήμερα γίνονται πολλά πειράματα προς αυτή την κατεύθυνση, π.χ. γενετικά τροποποιημένες ντομάτες με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αντιοξειδωτικό λυκοπένιο, διάφοροι τύποι φασολιών, καθώς και μπιζέλια ή ρύζι γενετικά τροποποιημένα ώστε να περιέχουν αντιοξειδωτικά καροτενοειδή, ακόμη και φυτά-φάρμακα για την καταπολέμηση ασθενειών, όπως οι διάφορες μορφές καρκίνου και ο διαβήτης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η προσπάθεια γενετικής τροποποίησης της ελαιοκράμβης, ώστε να παράγει ινσουλίνη.

Τι ανησυχεί τους σκεπτικιστές
Οι αλλεργίες και η τοξικότητα Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα που διατίθενται στο εμπόριο έχουν περάσει όλες τις σχετικές αναλύσεις κινδύνου και θεωρούνται ασφαλή. Δεν θεωρείται ότι ενέχουν τον κίνδυνο πρόκλησης αλλεργίας ή τοξικότητας σε διαφορετικό βαθμό από τα συμβατικά τρόφιμα. Επιπλέον, ο ΠΟΥ αναφέρει ότι οι βιομηχανίες τροφίμων αποφεύγουν να χρησιμοποιούν γονίδια από τρόφιμα που είναι γνωστό ότι έχουν αλλεργιογόνο δράση.
Ωστόσο, εκφράζεται η άποψη ότι οι έλεγχοι αυτοί δεν είναι πλήρεις. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι περισσότερες έρευνες είναι διάρκειας 12-16 μηνών, ενώ παραμένει αναπάντητο το ερώτημα του τι μπορεί να συμβεί μετά από 10, 20 ή 30 χρόνια κατανάλωσης των μεταλλαγμένων τροφίμων. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η φύση χρειάζεται πολύ περισσότερα χρόνια για να δημιουργήσει διασταυρώσεις μεταξύ των ειδών, τις οποίες οι επιστήμονες πραγματοποιούν σε ελάχιστο χρόνο στο εργαστήριο και μάλιστα μεταξύ ειδών που δεν συγγενεύουν μεταξύ τους. Αυτό, όμως, σημαίνει ότι μειώνεται και το χρονικό διάστημα που έχει ο ανθρώπινος οργανισμός για να προσαρμοστεί σε αυτές τις αλλαγές. Γι’ αυτό και οι ειδικοί επισημαίνουν ότι χρειάζονται έρευνες κατά περίπτωση για το καθένα από τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα και τη μακροχρόνια επίδρασή τους στην υγεία.
Η ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά Εκφράζεται η ανησυχία ότι τα γενετικά τροποποιημένα γονίδια των φυτών θα μπορούσαν να μεταπηδήσουν σε κύτταρα του ανθρώπινου σώματος ή σε βακτήρια του πεπτικού συστήματος (του ανθρώπινου οργανισμού, αλλά και των ζώων που τρέφονται με μεταλλαγμένες ζωοτροφές) με άγνωστες συνέπειες. Η ανησυχία αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη όσον αφορά την πιθανότητα να «μεταφερθούν» γονίδια ανθεκτικά σε συγκεκριμένα αντιβιοτικά, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη γενικότερη εμφάνιση ανθεκτικότητας σε αντιβιοτικά, γεγονός που μπορεί να είναι επιζήμιο για την υγεία των καταναλωτών, αλλά και των ζώων που εκτρέφονται με μεταλλαγμένες ζωοτροφές. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, αν και αυτή η πιθανότητα είναι μικρή, συστήνεται στις βιομηχανίες να μη χρησιμοποιούν γονίδια με ανθεκτικότητα στα αντιβιοτικά.

Οι κίνδυνοι για το περιβάλλον
Εκφράζονται ανησυχίες για τις συνέπειες της καλλιέργειας μεταλλαγμένων φυτών στο περιβάλλον. Τα θέματα που απασχολούν τους σκεπτικιστές της γενετικής μηχανικής αφορούν την πιθανότητα να μεταφερθούν τα γενετικά τροποποιημένα γονίδια από τις μεταλλαγμένες καλλιέργειες στις συμβατικές ή σε άγρια είδη φυτών. Κάτι τέτοιο ενδέχεται να απειλήσει σοβαρά τη βιοποικιλότητα (δηλαδή την ύπαρξη πολλών και διαφορετικών ειδών).
Η πιθανότητα να «ξεφύγει» στη φύση ένας γενετικά τροποποιημένος οργανισμός και να αναμειχθεί με μια συμβατική καλλιέργεια δεν ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας – έχουν ήδη αναφερθεί τέτοιες περιπτώσεις σε καλλιέργειες στις ΗΠΑ. Για την αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου, σήμερα υιοθετούνται μέτρα που αφορούν τη μεγάλη απόσταση ανάμεσα στα χωράφια όπου καλλιεργούνται γενετικά τροποποιημένα φυτά και σε εκείνα με τα συμβατικά. Ωστόσο, εκφράζονται ανησυχίες για το κατά πόσον με αυτά τα μέτρα είναι πραγματικά εφικτός ο περιορισμός της διασποράς της γύρης των γενετικά τροποποιημένων καλλιεργειών. Η ανησυχία των σκεπτικιστών οφείλεται στο ότι η γύρη μπορεί να μεταφερθεί ακόμη και σε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων. Μάλιστα, η γύρη του γενετικά τροποποιημένου καλαμποκιού έχει κατηγορηθεί ότι μπορεί να σκοτώσει τις πεταλούδες του είδους «Μονάρχης» και να διαταράξει έτσι την οικολογική ισορροπία.

Η Ντόλυ στο πιάτο μας;
Τα πειράματα γενετικής μηχανικής σε φυτά και ζώα γίνονται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80. Εκτός από τα φυτά, λοιπόν, οι επιστήμονες πειραματίζονται και με ζώα, όπως οι χοίροι, τα βοοειδή και τα πουλερικά, με σκοπό την παραγωγή περισσότερων και βελτιωμένων ζωικών προϊόντων ή την προστασία της υγείας των ζώων (π.χ. την αύξηση της παραγωγής γάλακτος, τη διασφάλιση της ανοσίας των ζώων σε επικίνδυνους ιούς). Ήδη, μάλιστα, παράγονται διαγονιδιακοί σολομοί που μεγαλώνουν σε 1 μόλις χρόνο και όχι σε 3, όπως συμβαίνει με τους συμβατικά εκτρεφόμενους. Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι προς το παρόν τα διαγονιδιακά ζώα εμφανίζουν αρκετά προβλήματα (ασθένειες, δυσμορφίες, πρόωρος θάνατος).
Στις ΗΠΑ επιτρέπεται τα τελευταία 2 χρόνια η πώληση κρέατος και προϊόντων από κλωνοποιημένα ζώα, ενώ προ μηνών αναφέρθηκε ότι και στη Μεγάλη Βρετανία διατέθηκε στην αγορά κρέας και γάλα από κλωνοποιημένα βοοειδή. Πρόσφατα, μάλιστα, οι βρετανοί εμπειρογνώμονες αποφάνθηκαν ότι το κρέας και το γάλα από κλωνοποιημένα ζώα δεν διαφέρει από αυτό των συμβατικών ζώων και μπορεί να καταναλώνεται χωρίς κίνδυνο.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν θεσπιστεί ακόμη συγκεκριμένοι κανόνες που να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη χρήση γάλακτος και κρέατος από κλωνοποιημένα ζώα. Πρόσφατα, πάντως, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσε ότι θα αναστείλει προσωρινά (για την επόμενη 5ετία) τη διάθεση στην αγορά τροφίμων από κλώνους – το μέτρο δεν αφορά την εισαγωγή από άλλες χώρες προϊόντων που προέρχονται από τους απογόνους των κλώνων.
Πάντως, οι 8 στους 10 Ευρωπαίους δηλώνουν ότι σε περίπτωση κυκλοφορίας κρέατος από κλωνοποιημένα ζώα θα ήθελαν να συνοδεύεται από την αντίστοιχη σήμανση (κάτι που προς το παρόν δεν ισχύει), ενώ οι 6 στους 10 Ευρωπαίους δηλώνουν ότι δεν θα το έτρωγαν, καθώς και ότι δεν βρίσκουν «δικαιολογημένη» την παραγωγή προϊόντων από κλωνοποιημένα ζώα.

«Όχι» στα μεταλλαγμένα
Στη χώρα μας απαγορεύεται η καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων φυτών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας τροφίμων δεν χρησιμοποιεί μεταλλαγμένα συστατικά, δεδομένου ότι είμαστε αρνητικοί σε αυτή την τεχνολογία. Ανήκουμε στις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν πει «όχι» στα μεταλλαγμένα και θεωρούμαστε ένα από τα προπύργια των μη διαγονιδιακών φυτών. Να σημειώσουμε, ωστόσο, ότι έχουν επιτραπεί ορισμένες πειραματικές καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένης ντομάτας, βαμβακιού και καλαμποκιού.

Στείρα φυτά
Τα γενετικά τροποποιημένα φυτά δεν μπορούν να αναπαραχθούν από μόνα τους. Για τη σοδειά της επόμενης χρονιάς, δηλαδή, απαιτούνται εκ νέου σπόροι από τις εταιρείες που τα προμηθεύουν. Ένας από τους φόβους που εκφράζουν οι αγρότες που καλλιεργούν συμβατικά φυτά είναι ότι, σε περίπτωση μεταφοράς και πρόσμειξης των μεταλλαγμένων με τα συμβατικά φυτά, θα μπορούσε να επηρεαστεί η γονιμότητα των τελευταίων, αλλάζοντας με αυτό τον τρόπο τις συνθήκες της εργασίας των καλλιεργητών.

Προσοχή στην ετικέτα
Οι ειδικοί εξηγούν ότι από τη στιγμή που στην αγορά κυκλοφορούν εισαγόμενα τρόφιμα, δεν αποκλείεται να καταναλώνουμε υπολείμματα γενετικά τροποποιημένων φυτών. Με δεδομένο ότι στην παραγωγή τροφίμων, ζωοτροφών ή σπόρων είναι πρακτικά αδύνατο να παραχθούν 100% αγνά προϊόντα, έχει οριστεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (κανονισμός 1830/2003) το όριο του 0,9% όσον αφορά την περιεκτικότητα σε γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς κάθε μεμονωμένου συστατικού που χρησιμοποιείται για την παρασκευή ενός τυποποιημένου τροφίμου. Σε περίπτωση υπέρβασης αυτού του ορίου, τα συμβατικά τρόφιμα πρέπει να επισημαίνονται ως προϊόντα που περιέχουν ή έχουν παραχθεί από γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς. Η επισήμανση πρέπει να είναι ως εξής: «Το προϊόν περιέχει γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς» ή «Προϊόν γενετικά τροποποιημένου, π.χ. καλαμποκιού, σόγιας, πατάτας». Το όριο του 0,9% αφορά πλέον και τα βιολογικά προϊόντα, στα οποία μέχρι πρότινος το αντίστοιχο όριο ήταν 0,1%. Ωστόσο, ο ευρωπαϊκός κανονισμός δεν απαιτεί να επισημαίνονται ως γενετικά τροποποιημένα, τρόφιμα όπως το γάλα, το κρέας και τα αυγά που προέρχονται από ζώα που έχουν τραφεί με γενετικά τροποποιημένες τροφές ή τους έχει χορηγηθεί θεραπεία με γενετικά τροποποιημένα φάρμακα.

Ανθεκτικότερα ζιζάνια
Οι σκεπτικιστές της γενετικής μηχανικής φοβούνται και για κάτι ακόμη: Ότι με την πάροδο των χρόνων και την αλληλεπίδραση φυτών και ζιζανίων θα δημιουργηθούν ανθεκτικότερα ζιζάνια, τα οποία θα απαιτούν μεγαλύτερες ποσότητες ζιζανιοκτόνων για να καταπολεμηθούν, γεγονός που θα επιβαρύνει το περιβάλλον, αλλά και την υγεία των καταναλωτών.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. ΠΟΛΥΔΕΥΚΗ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟ, καθηγητή Μοριακής Βιολογίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον κ. ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΠΑΠΑΜΙΚΟ, νοσοκομειακό διαιτολόγο στο ΓΝΑ Κοργιαλένειο-Μπενάκειο.