Αν και στην αγορά κυκλοφορούν πολύ μοντέρνοι σκελετοί γυαλιών οράσεως, με τίποτα δεν μπορούν να συγκριθούν με ένα καθαρό βλέμμα χωρίς γυαλιά. Η επιστήμη μάς δίνει τη δυνατότητα να απαλλαγούμε από αυτά και μαζί από τη μυωπία, την πρεσβυωπία, τον αστιγματισμό ή την υπερμετρωπία μας. Ωστόσο, δεν το αποφασίζουμε εύκολα. Κάποιοι προβληματιζόμαστε, γιατί νομίζουμε ότι είναι μια πολύπλοκη και επώδυνη διαδικασία, άλλοι ανησυχούμε για την έκβαση της επέμβασης και κάποιοι άλλοι γιατί δεν ξέρουμε αν είναι η κατάλληλη λύση στο δικό μας πρόβλημα. Επειδή, λοιπόν, στο Vita γνωρίζουμε ότι η γνώση είναι δύναμη, ζητήσαμε από τον κ. Θεόδωρο Φιλιππόπουλο, χειρουργό οφθαλμίατρο, να μας λύσει όλες τις απορίες.

Μυωπία
Για όσους δεν βλέπουν μακριά
Βλέπουμε πολύ καλά τα κοντινά αντικείμενα, αλλά δεν βλέπουμε τον αριθμό του λεωφορείου που έρχεται, ούτε μπορούμε να απολαύσουμε μια ταινία στο σινεμά χωρίς τα γυαλιά μας. Με δυο λόγια, έχουμε μυωπία. Πρόκειται για ένα διαθλαστικό σφάλμα του ματιού που επηρεάζει τη μακρινή όραση.
Πώς την αντιμετωπίζουμε
Η αντιμετώπιση της μυωπίας με λέιζερ τείνει πλέον να γίνει μία από τις πιο διαδεδομένες οφθαλμιατρικές επεμβάσεις, καθώς μας δίνει τη δυνατότητα να βλέπουμε μακριά χωρίς γυαλιά. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν διορθώσει τη μυωπία τους με λέιζερ. Υπάρχουν δύο διαφορετικές μέθοδοι οι οποίες έχουν επικρατήσει στο χώρο της διαθλαστικής χειρουργικής: Η μία είναι η LASIK, η οποία είναι και η πιο διαδεδομένη και δημοφιλής μέθοδος διεθνώς και η άλλη είναι η PRK, που είναι παλαιότερη μέθοδος, αλλά ενδείκνυται σε ορισμένες περιπτώσεις.
Στην πρώτη μέθοδο, τη LASIK, χρησιμοποιείται ένας μηχανικός μικροκερατόμος ή μία δέσμη λέιζερ που δημιουργεί μια καταπακτή (μια λεπτή στιβάδα ιστού πάνω στον κερατοειδή). Στη συνέχεια, ανασηκώνεται αυτή η καταπακτή, εφαρμόζεται η θεραπεία του λέιζερ -η οποία κάνει τον κερατοειδή πιο επίπεδο- και κατόπιν η καταπακτή κλείνει. Η μέθοδος αυτή έχει το πλεονέκτημα ότι επιτρέπει πολύ ταχεία αποκατάσταση της όρασης, καθώς δεν χρησιμοποιούνται βελόνες ή ράμματα και επιπλέον δεν δημιουργεί ενοχλήσεις, γιατί δεν αφήνει κάποια επιφάνεια που να ενοχλεί τον ασθενή σε επίπεδο καθημερινότητας.
Στην άλλη μέθοδο, την PRK, δεν σχηματίζεται καταπακτή. Αφαιρείται, όμως, η επιφανειακή στιβάδα (το επιθήλιο) του κερατοειδούς και εφαρμόζεται η σμίλευση στην επιφάνεια του κερατοειδούς. Στη συνέχεια, το επιθήλιο θα αναγεννηθεί από την περιφέρεια, κάτι που απαιτεί περίπου μία εβδομάδα. Αυτή η μέθοδος έχει βραδύτερη αποκατάσταση. Ωστόσο, το γεγονός ότι δεν δημιουργείται καταπακτή σημαίνει ότι επηρεάζεται λιγότερο το πάχος του κερατοειδούς, πράγμα που αποτελεί πλεονέκτημα για όσους έχουν από τη φύση τους λεπτό κερατοειδή. Να σημειωθεί ότι η υπερβολική λέπτυνση του κερατοειδούς θέτει σε κίνδυνο την αρχιτεκτονική του σταθερότητα. Κατά συνέπεια, η μέθοδος αυτή επιτρέπει στους ειδικούς να αντιμετωπίσουν με λέιζερ και κάποιες περιπτώσεις ανθρώπων με αρκετά λεπτό κερατοειδή ή με πολύ υψηλή μυωπία, με χαρακτηριστικά δηλαδή που είναι οριακά από άποψη κανόνων ασφαλείας.
Για τους πολύ υψηλούς βαθμούς μυωπίας, συστήνεται συνήθως η ένθεση μέσα στο μάτι ειδικών μόνιμων ενδοφακών που ονομάζονται φακικοί ενδοφακοί. Σε σύγκριση με το λέιζερ, πρόκειται για μια ασφαλή, αλλά πιο επεμβατική μέθοδο.
Ιδανικοί υποψήφιοι
■ Να είστε ενήλικος και οι βαθμοί μυωπίας σας να μην έχουν μεγαλώσει τα τελευταία 1-2 χρόνια. Συνήθως, η μυωπία στους περισσότερους ανθρώπους σταθεροποιείται γύρω στην ηλικία των 22 ετών.
■ Να μην πάσχετε από χρόνιες παθήσεις των ματιών, π.χ. γλαύκωμα ή εκφυλιστικές παθήσεις του αμφιβληστροειδούς.
■ Να έχετε κερατοειδή με ικανό πάχος και ομοιόμορφη καμπυλότητα και αυτό γιατί με το λέιζερ ο κερατοειδής γίνεται πιο λεπτός και πιο επίπεδος. Πιο συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτερη είναι η μυωπία, τόσο περισσότερη σμίλευση πρέπει να γίνει στον κερατοειδή, επομένως κάποιος ο οποίος έχει έναν οριακά λεπτό κερατοειδή και χρειάζεται μικρή διόρθωση μπορεί να είναι υποψήφιος, ενώ αντίθετα κάποιος με το ίδιο πάχος κερατοειδούς, αλλά πολύ υψηλή μυωπία, μπορεί να μην είναι καλός υποψήφιος για την επέμβαση αυτή, γιατί απαιτείται συγκριτικά μεγαλύτερη σμίλευση. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο οφθαλμίατρός σας, μετά από ειδικές μετρήσεις και ανάλογα με τα δεδομένα που θα προκύψουν, θα κρίνει ποια μέθοδος διόρθωσης της μυωπίας είναι κατάλληλη για εσάς. Με άλλα λόγια, η αντιμετώπιση είναι εξατομικευμένη.
Η επέμβαση βήμα προς βήμα
Πριν
Προηγείται ένας οφθαλμολογικός έλεγχος, ο οποίος περιλαμβάνει μια σειρά μετρήσεων και εξετάσεων προκειμένου να εκτιμηθεί η σταθερότητα της όρασης, η κατάσταση του κερατοειδούς και η γενικότερη υγεία των ματιών. Οι μετρήσεις αυτές δείχνουν αν τα μάτια σας μπορούν να υποβληθούν σε διαθλαστική χειρουργική. Για να είναι ακριβείς οι μετρήσεις, θα πρέπει πριν το προγραμματισμένο ραντεβού για έλεγχο να μη φοράτε φακούς επαφής για 1 εβδομάδα αν είναι μαλακοί και για 1 μήνα αν είναι σκληροί.
Κατά τη διάρκεια
■ Όλες οι μέθοδοι της διόρθωσης των διαθλαστικών προβλημάτων με λέιζερ γίνονται με τοπική αναισθησία, δηλαδή με σταγόνες στο μάτι.
Σε κάποιες περιπτώσεις, αν κριθεί απαραίτητο, μπορεί ο οφθαλμίατρος να συστήσει τη λήψη κάποιου αγχολυτικού το προηγούμενο βράδυ ή το πρωί της επέμβασης.
■ Η διαδικασία είναι σύντομη, διαρκεί περίπου 30-40 δευτερόλεπτα για κάθε μάτι και δεν απαιτεί νοσηλεία.
Η επόμενη ημέρα
Η αποκατάσταση της όρασης είναι σχεδόν άμεση. Τις πρώτες ημέρες μπορεί να παρατηρηθεί ξηροφθαλμία, που αντιμετωπίζεται όμως με φυσιολογικά δάκρυα. Επίσης, την πρώτη εβδομάδα υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί. Συγκεκριμένα, δεν επιτρέπεται να τρίβετε τα μάτια σας ή να τα βάφετε, ούτε να υποβάλλεστε σε άσκηση ή βαριά σωματική εργασία. Η επιστροφή στην εργασία επιτρέπεται συνήθως την πρώτη ημέρα μετά την εγχείρηση. Και αφού περάσει μία εβδομάδα, μπορείτε να κάνετε ό,τι κάνατε και πριν, απλά χωρίς γυαλιά.

Υπερμετρωπία, Αστιγματισμός
Για όσους τα βλέπουν θολά ή παραμορφωμένα
Αστιγματισμός
Βλέπουμε τις εικόνες θολές σε όλες τις αποστάσεις -και κοντά και μακριά- και συχνά κάπως παραμορφωμένες. Αυτό συμβαίνει όταν ο κερατοειδής δεν είναι στρογγυλός, αλλά περισσότερο ελλειπτικός. Ο αστιγματισμός μπορεί να συνυπάρχει τόσο με μυωπία όσο και με υπερμετρωπία.
Υπερμετρωπία Βλέπουμε θολά κυρίως κοντά, αλλά και μακριά. Σε νεότερες ηλικίες, ο οργανισμός μας μπορεί σε κάποιο βαθμό να αντιρροπήσει την κατάσταση αυτή, μεταβάλλοντας το σχήμα του φακού που βρίσκεται μέσα στον οφθαλμό. Η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να ξεπεράσουμε αυτή την αδυναμία και να προσαρμόσουμε την όρασή μας σε αυτή την κατάσταση προκαλεί κούραση στα μάτια, που ονομάζεται κοπιωπία. Στο φυσιολογικό οφθαλμό, το φως που εισέρχεται εστιάζεται πάνω στον αμφιβληστροειδή, όταν όμως υπάρχει υπερμετρωπία, οι ακτίνες του φωτός εστιάζονται πίσω από τον αμφιβληστροειδή.
Πώς αντιμετωπίζονται
Με τη μέθοδο LASIK μπορούν να αντιμετωπιστούν και οι δύο εν λόγω διαθλαστικές παθήσεις, δηλαδή η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός. Σε ό,τι αφορά τη διαδικασία της επέμβασης, στο τι προηγείται και τι έπεται, και στις δύο περιπτώσεις (αστιγματισμός, υπερμετρωπία) ισχύουν τα ίδια με αυτά που ισχύουν και στη μυωπία.

Πρεσβυωπία
Για όσους δεν βλέπουν κοντά
Όλοι θα έρθουμε αντιμέτωποι με αυτήν. Κανείς μας δεν αποφεύγει την πρεσβυωπία, καθώς είναι ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται σε όλους τους ανθρώπους της μέσης ηλικίας και οφείλεται στη γήρανση του οπτικού συστήματος. Συγκεκριμένα, ο φακός που έχουμε μέσα το μάτι και εστιάζει στο φως, όσο μεγαλώνουμε χάνει σταδιακά την ελαστικότητά του, με αποτέλεσμα την προοδευτική μείωση της κοντινής όρασης. Η πρεσβυωπία εμφανίζεται συνήθως σε άτομα άνω των 40 ετών.
Πώς την αντιμετωπίζουμε
Η αντιμετώπιση της πρεσβυωπίας είναι αποτελεσματική, ωστόσο τα πράγματα εδώ είναι συνάρτηση των συγκεκριμένων αναγκών του κάθε ασθενούς. Υπάρχουν διάφορες λύσεις, που εξατομικεύονται σε κάθε περίπτωση. Οι επιλογές, όμως, οι οποίες είναι καθιερωμένες πλέον και στις οποίες υπάρχει μεγαλύτερη εμπειρία είναι:
■ Η μέθοδος Monovision, κατά την οποία ο οφθαλμίατρος διορθώνει το ένα μάτι ώστε να βλέπει μακριά και το άλλο για να βλέπει κοντά. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί είτε σε επίπεδο κερατοειδούς είτε σε επίπεδο φακού. Πριν γίνει η επέμβαση, μπορείτε να διαπιστώσετε πώς περίπου θα βλέπετε με αυτή τη λύση φορώντας ειδικά επιλεγμένα γυαλιά ή φακούς επαφής.
Σε επίπεδο κερατοειδούς, επιλέγεται η λύση της διαθλαστικής χειρουργικής, λέιζερ μυωπίας δηλαδή, αφήνοντας το ένα μάτι 1,5 ή 2 βαθμούς μυωπικό. Έτσι, αν έχετε μυωπία, σας τη μειώνουν στο ένα μάτι ώστε να μπορείτε να βλέπετε κοντά και την εκμηδενίζουν στο άλλο ώστε να μπορείτε να βλέπετε μακριά (οι μύωπες βλέπουν κοντά, γι’ αυτό σε αυτούς αργεί η πρεσβυωπία).
Σε επίπεδο φακού, κάνοντας μια απλή επέμβαση αντικατάστασης φακού (clear lens exchange) στο ένα μάτι, επιλέγεται να μηδενιστεί η μυωπία και το άλλο επιλέγεται να γίνει λίγο μυωπικό. Η λύση αυτή προτιμάται σε μεγαλύτερους ηλικιακά ασθενείς, που βρίσκονται πιο κοντά στην ηλικία που θα έκαναν επέμβαση καταρράκτη ούτως ή άλλως.
■ Μια άλλη μέθοδος είναι η τοποθέτηση και στα δύο μάτια ενός πολυεστιακού φακού. Αν είστε σε λίγο πιο προχωρημένη ηλικία και υπάρχει και μια μικρή θόλωση του φακού, γίνεται επέμβαση καταρράκτη, αφαιρείται ο δικός σας φακός και τοποθετείται ένας πολυεστιακός μέσα στο μάτι. Η επέμβαση διαρκεί περίπου 8-10 λεπτά και στα 2 μάτια και επιτυγχάνεται με τοπική αναισθησία.
■ Τέλος, υπάρχει η δυνατότητα να τοποθετήσει ο οφθαλμίατρος μέσα στον κερατοειδή έναν ειδικό φακό που να βοηθά στην κοντινή όραση. Στην πράξη πρόκειται για μια μορφή Monovision, έχει όμως το πλεονέκτημα ότι μπορεί να αφαιρεθεί ο φακός αν το μετανιώσετε. Για να γίνει η ένθεση του φακού στον κερατοειδή, χρειάζεται να γίνει μια προεργασία με λέιζερ που διαρκεί λίγα δευτερόλεπτα και στη συνέχεια τοποθετείται ο φακός, διαδικασία που διαρκεί λίγα μόνο λεπτά.

Λέιζερ & καταρράκτης
Σύμφωνα με τον κ. Φιλιππόπουλο, πριν από 20 χρόνια οι επεμβάσεις καταρράκτη απαιτούσαν μια μεγάλη τομή. Σιγά-σιγά, όμως, περάσαμε σε σύγχρονες τεχνικές που απαιτούν πολύ μικρή τομή (2 χιλιοστών) και πραγματοποιούνται με χρήση υπερήχων. Αυτό έχει δώσει την εντύπωση ότι ο καταρράκτης γίνεται πλέον με λέιζερ, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν γινόταν. Ωστόσο, τον τελευταίο ενάμιση χρόνο περίπου επιστρατεύεται και το λέιζερ στην επέμβαση του καταρράκτη βοηθητικά, καθώς είναι ένα εργαλείο υψηλής ακρίβειας. Μπορούμε, δηλαδή, να χρησιμοποιήσουμε το λέιζερ για τη χάραξη της τομής αντί για νυστέρι, όπως και για τον κατακερματισμό του φακού του ματιού σε ό,τι σχήμα εμείς θέλουμε και σε όσα τεμάχια επιθυμούμε. Πρόκειται για μια τεχνολογία που στα επόμενα χρόνια θα επικρατήσει και θα παρέχει υψηλότερα επίπεδα ασφάλειας. Εκτιμάται ότι στην επόμενη πενταετία θα πραγματοποιείται όλη η επέμβαση καταρράκτη με λέιζερ.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. ΘΕΟΔΩΡΟ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟ, M.D., χειρουργό οφθαλμίατρο, διευθυντή του Oφθαλμολογικού Ινστιτούτου «Athens Vision Αμαρουσίου», Associate in Ophthalmology Harvard Medical School.