Τα τελευταία 10 χρόνια οι ερευνητές μελετούν τη χημεία της διατροφικής μας συμπεριφοράς, αποκρυπτογραφούν τον τρόπο που ο εγκέφαλος επικοινωνεί με το πεπτικό σύστημα και καταγράφουν τον ρόλο των πεπτιδικών ορμονών στη ρύθμιση της όρεξης. Σήμερα είναι πλέον γνωστό ότι το πεπτικό μας σύστημα ανταποκρίνεται στην πρόσληψη τροφής εκκρίνοντας χημικές ουσίες (πεπτιδικές ορμόνες) που στέλνουν το μήνυμα του κορεσμού στον υποθάλαμο – το διατροφικό κέντρο του εγκεφάλου. Ο καθηγητής Ενδοκρινολογίας Waljit Dhillo εξηγεί ότι υπάρχει ένα πλήθος χημικών μηνυμάτων που αποστέλλονται από το πεπτικό σύστημα στον εγκέφαλο μεταφέροντας την πληροφορία ότι έχει επέλθει ο κορεσμός και είναι η ώρα να ακουμπήσουμε τα μαχαιροπίρουνα κάτω. Ωστόσο, μεγάλη σημασία έχει να εντοπιστούν οι κυριότεροι από αυτούς τους «αγγελιοφόρους».

Οι «αγγελιοφόροι» του πεπτικού συστήματος
Δύο από τις σημαντικότερες ορμόνες που εκκρίνονται στο πεπτικό σύστημα με σκοπό να μεταφέρουν το μήνυμα του κορεσμού στον εγκέφαλο είναι η GLP-1 και η PYY. Μάλιστα, ο καθηγητής Dhillo διεξήγαγε 2 πειράματα, στο πλαίσιο των οποίων χορήγησε αυτές τις 2 πεπτιδικές ορμόνες στη φυσική τους μορφή σε υγιείς εθελοντές.
Στο πρώτο πείραμα, η GLP-1 και η PYY χορηγήθηκαν ενδοφλεβίως μεμονωμένα, καθώς και σε συνδυασμό, σε 15 ενηλίκους οι οποίοι είχαν μείνει νηστικοί από την προηγούμενη ημέρα. Παράλληλα, με τη βοήθεια μαγνητικών τομογραφιών, παρακολουθήθηκε η δραστηριότητα του εγκεφάλου των εθελοντών όσον αφορά το ενδιαφέρον τους για το φαγητό όταν έβλεπαν φωτογραφίες με δελεαστικά εδέσματα. Παρατηρήθηκε ότι η δραστηριότητα στις περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με την όρεξη ήταν σαφώς μειωμένη μετά τη χορήγηση των 2 πεπτιδικών ομονών.
Στο δεύτερο πείραμα διαπιστώθηκε ότι οι 15 εθελοντές που είχαν μείνει νηστικοί από το προηγούμενο βράδυ έφαγαν πολύ λιγότερο από το αναμενόμενο σε ένα γεύμα μπουφέ όταν προηγουμένως τους είχε χορηγηθεί ο συνδυασμός της GLP-1 και της PYY. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι η μείωση της πρόσληψης τροφής ήταν της τάξεως του 15,7% μετά τη μεμονωμένη χορήγηση της GLP-1 και της τάξεως του 12,3% μετά τη χορήγηση της PYY, ενώ μετά τη συνδυασμένη χορήγηση των 2 πεπτιδικών ορμονών η μείωση της όρεξή τους και της συνακόλουθης πρόσληψης τροφής ανήλθε στο 27%.

Η σωστή δόση
Η εύρεση της σωστής δοσολογίας των ορμονών που «κόβουν» την όρεξη είναι ένα σημαντικό ζήτημα, δεδομένου ότι τυχόν υψηλή δόση έχει φανεί ότι προκαλεί ναυτία, ενώ ακόμη υψηλότερη δόση μπορεί να «κόψει» πραγματικά την όρεξη, γεγονός που μπορεί να αποβεί επικίνδυνο. Το ζητούμενο, λοιπόν, σύμφωνα με τον καθηγητή Dhillo, είναι να βρεθεί η κατάλληλη δοσολογία των ορμονών που θα «καταλαγιάζει» την όρεξη, οδηγώντας σε μειωμένη πρόσληψη θερμίδων. Όπως μας εξήγησε, αυτό μάλλον θα επιτευχθεί με τον συνδυασμό των 2 πεπτιδικών ορμονών σε χαμηλή δόση, κάτι που προσομοιάζει στον τρόπο λειτουργίας του ίδιου του οργανισμού.

Το ανορεξιογόνο χάπι
Ένα χάπι που θα περιορίζει την όρεξη και το οποίο θα λαμβάνεται μία φορά την ημέρα ή ιδανικά μία φορά την εβδομάδα, χωρίς σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, αναμφίβολα θα γίνει δεκτό με ενθουσιασμό.
Ωστόσο, για να καταστεί εφικτή η παρασκευή του, πρέπει να ξεπεραστεί το εμπόδιο της διάσπασης των συγκεκριμένων πεπτιδικών ορμονών στο στομάχι με τρόπους που προς το παρόν είναι υπό μελέτη (π.χ. προστατευτική επικάλυψη του χαπιού που περιέχει τις πεπτιδικές ορμόνες). Στο μεταξύ, ο καθηγητής Dhillo επισημαίνει ότι μάλλον θα έχουμε πρώτα στη διάθεσή μας τις ενέσεις των 2 ορμονών. Μάλιστα, σήμερα είναι ήδη διαθέσιμη η GLP-1 σε ένεση, που γίνεται μία φορά την ημέρα στο πλαίσιο της θεραπείας των διαβητικών ασθενών.
Επομένως, ο άμεσος στόχος των ειδικών είναι ο σχεδιασμός μιας ένεσης GLP-1 μεγαλύτερης διάρκειας που θα χορηγείται μία φορά την εβδομάδα. Ο καθηγητής Dhillo εκτιμά ότι η νέα GLP-1 βραδείας αποδέσμευσης θα είναι διαθέσιμη τον επόμενο χρόνο, καθώς έχει ήδη εγκριθεί από τις αρμόδιες ευρωπαϊκές ρυθμιστικές αρχές. Το επόμενο βήμα θα είναι ο σχεδιασμός μιας εβδομαδιαίας ένεσης της PYY, κάτι που εκτιμάται ότι θα είναι εφικτό μέσα στην επόμενη πενταετία.

To µεγάλο πλεονέκτηµα
Το πλεονέκτημα του υπό μελέτη ανορεξιογόνου σκευάσματος είναι ότι δεν θα περιέχει ουσίες ξένες προς τον οργανισμό. Αντιθέτως, θα περιέχει, σε συνθετική μορφή, τις πεπτιδικές ορμόνες που εκκρίνει ο ίδιος ο οργανισμός όταν είναι χορτάτος. Ξεγελώντας τον εγκέφαλο ώστε να θεωρεί ότι έχει επέλθει ο κορεσμός, το χάπι θα μας οδηγεί σε κατανάλωση μικρότερης ποσότητας φαγητού.

ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΝ κ. WALJIT DHILLO, καθηγητή Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού στον τομέα της Ερευνητικής Ιατρικής, τμήμα Διαβήτη, Ενδοκρινολογίας και Μεταβολισμού του Imperial College London.