Καθημερινά, νιώθουμε άγχος, όταν εξωτερικά ή εσωτερικά ερεθίσματα βιώνονται ως απειλητικά, ενεργοποιώντας το μηχανισμό του στρες, που με τη σειρά του «αποτυπώνεται» σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο μέσω του άγχους. Το άγχος αποτελεί την «απάντηση» σε κάποιο στρεσογόνο ερέθισμα, που επηρεάζει την λειτουργικότητα του ατόμου ή όσων είναι συναισθηματικά συνδεδεμένοι με το άτομο που βιώνει το άγχος. Αυτό το άτομο δυσκολεύεται να προσαρμοστεί και εμφανίζει δυσλειτουργικές συμπεριφορές ή και συμπτώματα, κάποιες φορές, σε σωματικό, θυμικό ή κοινωνικό επίπεδο.
Μια βασική και ουσιώδης διάκριση είναι αυτή ανάμεσα σε οξύ και χρόνιο άγχος. Το πρώτο εμφανίζεται ως αντίδραση σε μια πραγματική απειλή και έχει μικρή διάρκεια, ενώ το δεύτερο εμφανίζεται σε φανταστικές απειλές, που το άτομο βιώνει έντονα και πιστεύει ότι δεν υπάρχει λύση. Το οξύ άγχος τροφοδοτείται από το φόβο που υπάρχει, το χρόνιο από το φόβο που θα έρθει.
Μεγαλύτερη βαρύτητα δίνεται στο χρόνιο άγχος, το οποίο μπορεί να εκδηλωθεί σε πολλαπλά επίπεδα και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες. Στην ουσία το χρόνιο άγχος αποτελείται από συσσωρευμένα ανεπεξέργαστα άγχη, που έχουν δημιουργήσει φανταστικές εικόνες, οι οποίες βιώνονται ως απειλητικές για τον οργανισμό. Το επίπεδο του χρόνιου άγχους διαφέρει από άτομο σε άτομο, αλλά και στο ίδιο το άτομο, ανάλογα με τη χρονική στιγμή, ενώ κάποιοι οργανισμοί έχουν γενετική προδιάθεση να δημιουργήσουν υπερβολικό χρόνιο άγχος ή να το εγκλωβίσουν.
Το άγχος δεν είναι ελεύθερο, αλλά δεσμεύεται σε συνήθειες, δραστηριότητες, ατομικές συμπεριφορές, χαρακτηριστικά προσωπικότητας, πρότυπα σχέσεων ακόμα και σε συμπτώματα. Οι «δεσμευτές» αυτοί είναι πολλοί και ποικιλόμορφοι: αλκοόλ, φάρμακα, συμπεριφορές (π.χ. βουλιμία, τυχερά παιχνίδια, συσσώρευση χρημάτων, κυνήγι επαγγελματικής επιτυχίας). Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (π.χ. παρορμητικότητα, αναποφασιστικότητα, παθητικότητα, τελειοθηρία, αισιοδοξία) μπορούν, επίσης, να γίνουν «δεσμευτές» άγχους, ενώ ισχυροί «δεσμευτές» είναι τα ιδανικά, οι πεποιθήσεις, οι ιδεολογίες. Τέλος, σε κάθε περίπτωση ποσά άγχους βρίσκουν δρόμο και δεσμεύονται μέσα στις σχέσεις.
Καθώς το επίπεδο του άγχους αυξάνει, οι άνθρωποι αισθάνονται μεγαλύτερη ανάγκη για συναισθηματική επαφή, ταυτόχρονα όμως αισθάνονται ανάγκη για απόσταση, στην αντίστοιχη πίεση από άλλους ανθρώπους. Όσο περισσότερο οι άνθρωποι αντιδρούν με βάση το άγχος τόσο λιγότερο ανεκτικοί γίνονται απέναντι στους άλλους.
Το άγχος μπορεί να μειωθεί με πολλούς τρόπου, που δεν εξαρτώνται απαραίτητα από την ανάπτυξη εαυτού. Η σωματική απομάκρυνση από τους συναισθηματικά σημαντικούς άλλους ή η άρνηση του ατόμου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τους, μπορεί να παράσχει συναισθηματική ασφάλεια και απόσταση από ανθρώπους και καταστάσεις, που του δημιουργούν άγχος. Πρόκειται για πολύ συνηθισμένους ψυχολογικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης του άγχους. Επίσης, στις μέρες μας έχουν αναπτυχθεί αρκετές θεραπευτικές τεχνικές με στόχο τη μείωση του άγχους, όπως ο διαλογισμός, η γιόγκα, το τζόκινγκ. Οι τεχνικές αυτές έχουν στόχο να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αποκτήσουν καλύτερη επίγνωση του σώματός τους και των εκδηλώσεών του άγχους και να τους διδάξουν τεχνικές αυτοελέγχου και χαλάρωσης.
Το πρωταρχικό βήμα γίνεται ύστερα από την συνειδητοποίηση της ύπαρξης του άγχους και των σωματικών του εκδηλώσεων, όπου το άτομο καλείται να το διαχειριστεί με όποιον τρόπο νομίζει ότι τον βοηθά. Βρίσκοντας τεχνικές χαλάρωσης κατάλληλες για εμάς, βοηθάμε τον οργανισμό μας να μην εκδηλώσει σημαντικά σωματικά συμπτώματα και να αντιμετωπίσει υπαρκτούς ή μη φόβους.