Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα επίπεδα συγκεκριμένων ορμονών θα μπορούσαν, σε συνδυασμό με παράγοντες όπως το πόσες εγκυμοσύνες είχε μία γυναίκα και το πότε της ξεκίνησε η περίοδος, να προβλέπουν το πόσες πιθανότητες έχει να νοσήσει από καρκίνο του μαστού.
Η συγγραφέας της μελέτης, Shelley Tworoger, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ εξήγησε ότι οι μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες με υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων, ανδρογόνων και προλακτίνης έχουν υψηλότερο κίνδυνο για καρκίνο του μαστού από ό,τι εκείνες με χαμηλότερα επίπεδα. Βέβαια, συμπλήρωσε, ότι προς το παρόν τα επίπεδα των ορμονών δεν συμπεριλαμβάνονται στον σχετικό προληπτικό έλεγχο. Η νέα μελέτη όμως θεωρεί ότι το να συμπεριληφθούν τα επίπεδα 3 ορμονών, της θειικής οιστρόνης, της τεστοστερόνης και της προλακτίνης θα βοηθήσει σημαντικά στην πρόβλεψη του εν λόγω κινδύνου.
Στην έρευνα μέτρησαν τα επίπεδα των εν λόγω ορμονών σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες εκ των οποίων οι 473 είχαν διαγνωστεί με καρκίνο του μαστού και οι 770 δεν είχαν νοσήσει. Οι ερευνητές κατέληξαν ότι η μέτρηση των επιπέδων των συγκεκριμένων ορμονών αύξησε την ακρίβεια των αποτελεσμάτων για τον κίνδυνο των γυναικών για καρκίνο του μαστού.
Αποτέλεσμα λογικό και αναμενόμενο αν λάβουμε υπόψη μας ότι μία από τις βασικές θεραπείες για τον καρκίνο του μαστού συμπεριλαμβάνει αγωγή με αντιοιστρογόνα. Πρόκειται πάντως για ένα πολύ χρήσιμο εύρημα καθώς τα 2/3 των καρκίνων του στήθους αφορούν μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες.