Έτσι τουλάχιστον υποστηρίζουν νορβηγοί επιστήμονες, οι οποίοι εξηγούν ότι με την ένεση botox, μειώνεται η ταχύτητα με την οποία το φαγητό ταξιδεύει μέσω του στομάχου, γεγονός το οποίο θεωρητικά δημιουργεί στους ασθενείς κορεσμό για μεγαλύτερο διάστημα, με αποτέλεσμα να τρώνε λιγότερο. Μελέτες που έγιναν σε ζώα έδειξαν ότι το botox μπορούσε να μειώσει το σωματικό βάρος κατά 1/3 σε διάστημα 5 εβδομάδων.
Στo πλαίσιο της νέας έρευνας που πραγματοποιήθηκε στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Trondheim της Νορβηγίας, εισήχθη ένας λεπτός εύκαμπτος σωλήνας που στην άκρη του διαθέτει κάμερα, μέσω του στόματος του ασθενή στο στομάχι του. Η τοξίνη (botox) χορηγείται στο στομάχι με βελόνα που περνάει μέσα από τον σωλήνα αυτό. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι το botox καθυστερεί την ταχύτητα με την οποία οι τροφές περνούν από το στομάχι μέχρι και κατά 50%.
Σε παλιότερη έρευνα στο Καθολικό Πανεπιστήμιο της Ρώμης, έγινε στο στομάχι ποντικιών είτε ένεση botox, είτε τους χορηγήθηκαν placebo (ψευδοφάρμακο). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα ποντίκια, στα οποία είχε γίνει ένεση botox, έχασαν 8,2% του σωματικού τους βάρους και έφαγαν τη μισή ποσότητα φαγητού, συγκριτικά με τα ποντίκια στα οποία δόθηκε placebo.
Σε άλλη μελέτη σε ζώα, η ένεση botox έγινε στο πνευμονογαστρικό νεύρο του στομάχου, το οποίο «περνάει» μηνύματα στον εγκέφαλο και ελέγχει το πέρασμα της τροφής μέσω των εντέρων. Το botox κατάφερε να «παραλύσει» το νεύρο αυτό και έτσι τα ζώα έφαγαν λιγότερο, με αποτέλεσμα να χάσουν το 20-30% του βάρους τους σε διάστημα 5 εβδομάδων. Παρ΄ όλα αυτά, έρευνα σε ανθρώπους που διεξήγαγε η Αμερικανική Γαστρεντερολογική Εταιρεία, βρήκε ότι ενώ το botox καθυστερεί την κένωση του στομάχου, δεν οδηγεί σε σημαντική απώλεια βάρους.
Οι νορβηγοί πάντως ερευνητές πιστεύουν ότι σε αντίθεση με τις προηγούμενες μελέτες, η δική τους αποτελεί το κλειδί στην αντιμετώπιση της παχυσαρκίας, αφού ουσιαστικά κατάφερε να ανακαλύψει ότι το «σβήσιμο» των νευρικών κυττάρων του εγκεφάλου, έκανε τα ποντίκια να καταναλώνουν μικρότερη ποσότητα τροφής. Τα ευρήματα της έρευνας δημοσιεύτηκαν στο επιστημονικό έντυπο «Nature Neuroscience».