Μια πολυτελής και εύχρηστη έκδοση του Λεξικού της Ακαδημίας Αθηνών με 75.000 λήμματα μπορεί να γίνει δική σας με «ΤΟ ΒΗΜΑ». Ένα προϊόν εντεκάχρονης εργασίας που παρουσιάζει πληθώρα νέων και παλαιών ερμηνειών. Διπλή ορθογραφία, εκφράσεις, παραδείγματα και χιλιάδες νεολογισμοί σε ένα χρηστικό λεξικό για όλη την οικογένεια! Το πιο σύγχρονο λεξικό που δεν καταδικάζει τις λέξεις που ευρέως χρησιμοποιούνται στον προφορικό λόγο, αλλά τις συμπεριλαμβάνει και τις εξηγεί.
Εμείς διαβάσαμε και τον δεύτερο τόμο και σας παρουσιάζουμε τις λέξεις, στις οποίες έπεσε το μάτι μας!
βάδην βά-δην επίρρ. (λόγ.): µε αργό και σταθερό βήµα· συνεκδ. βάδισµα: (ως στρατιωτικό ή γυµνα- στικό παράγγελµα) ~! Εµπρός, µαρς!‖ Κάνω ~ (= περπάτηµα). Βλ. -δην. ΑΝΤ. τροχάδην (1) ● Ουσ.: βάδην (το): ΑΘΛ. αγώνισµα στο οποίο το πίσω πόδι του δροµέα σηκώνεται µόνο όταν το µπροστινό πατήσει στο έδαφος: ~ 10/20/50 χιλιο- µέτρων. [< γαλλ. marche, αγγλ. walking] [< αρχ. βάδην]
βερίκοκο βε-ρί-κο-κο ουσ. (ουδ.): ο σφαιρικός σαρκώδης καρπός της βερικοκιάς, µε χρώµα κίτρινο ή πορτοκαλί, βελούδινο περικάρπιο και ξυλώδη πυρήνα: µαρµελάδα ~. Πβ. καΐσι. ● ΦΡ.: τι εστί βερίκοκο (προφ.): σε περιπτώσεις απειλής ή προειδοποίησης για τις δυσκολίες µιας κατάστασης: Έλα, αν τολµάς, να σου δείξω ~ ~! Να στρωθεί να δουλέψει, να δει ~ ~! Πβ. πόσα απίδια πιάνει ο σάκος. [< µεσν. βερίκοκον]
βιοτίνη βι-ο-τί-νη ουσ. (θηλ.) (αλλιώς βιταµίνη Η): ΒΙΟΧ. υδατοδιαλυτή βιταµίνη της οµάδας Β που είναι απαραίτητη για τον µεταβολισµό των λιπών και βρίσκεται ιδ. στη µαγιά µπίρας, στο συκώτι, στα νεφρά και στον κρόκο του αβγού. Βλ. ινοσιτόλη, χολίνη, -ίνη. [< γερµ. Biotin, αγγλ. biotin, 1936, γαλλ. biotine, περ. 1950]
γιαούρτι για-ούρ-τι ουσ. (ουδ.) {γιαουρτ-ιού} & (επίσ.) γιαούρτη (η): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. γαλακτο- κοµικό προϊόν µε κρεµώδη υφή, υπόξινη γεύση και υψηλή θρεπτική αξία, το οποίο παράγεται από την πήξη νωπού γάλακτος που έχει υποστεί ζύµωση µέσω της προσθήκης οξυγαλακτικών βακτηρίων: αγελαδινό/βιολογικό/κατσικίσιο/ παραδοσιακό/πρόβειο/στραγγιστό ~. Άπαχο ~/~ µε χαµηλά λιπαρά (0% ή 2%)/~ διαίτης. ~ πλήρες. ~ σακούλας. ~ µε δηµητριακά/µέλι (και καρύδια)/ φρούτα. ~ σε πήλινο. Ένα κεσεδάκι/κυπελλάκι ~. Πέτσα ~ιού. Επιδόρπια/προβιοτικό ρόφηµα ~ιού. Καλλιέργεια ~ης. Βλ. αριάνι, γαλακτική ζύµωση, ξινόγαλο, τυρί.‖ (ΜΑΓΕΙΡ.) Σάλτσα ~ιού. Κεµπάπ/ ντολµαδάκια µε ~. Βλ. τζατζίκι. ● Υποκ.: γιαουρ- τάκι (το) ● ΦΡ.: όποιος καεί/κάηκε στο/µε το χυλό/στο κουρκούτι, φυσάει και το γιαούρτι βλ. χυλός, παίρνω κάποιον µε τις λεµονόκου- πες/τις ντοµάτες/τα γιαούρτια/τ’ αβγά βλ. παίρνω [< τουρκ. yoğurt]
ευτυχία [εὐτυχία] ευ-τυ-χί-α ουσ. (θηλ.) 1. εξαιρετι- κά ευχάριστη κατάσταση που προκαλείται από θετικά συµβάντα, χαρές· συνεκδ. οτιδήποτε την προκαλεί: ανείπωτη/ατοµική/οικογενειακή/προσω- πική ~. Η αναζήτηση/το κλειδί/το κυνήγι/το µυστι- κό της ~ας. Στιγµές ~ας. Η ~ βρίσκεται σε απλά, καθηµερινά πράγµατα. Θα σταθεί εµπόδιο στην ~ τους. Τι ~ να σας έχω δίπλα µου! (ευχετ.) Καλά στέφανα/χρόνια πολλά και κάθε ~! Πβ. ευδαιµο- νία.‖ Πιστοί και καλοί φίλοι που µοιράζονται την ~ µας. Το παιδί της είναι η ~ της. ΑΝΤ. δυστυχία (1) 2. καλή τύχη, ευνοϊκή συγκυρία ή αίσια εξέλιξη των πραγµάτων: Είχε την ~ να … Πβ. ευτύχηµα, καλοτυχία. ● ΦΡ.: πλέει σε πελάγη ευτυχίας βλ. πέλαγος [< 1: αρχ. εὐτυχία 2: γαλλ. bonheur]