Ο μη-μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα είναι συχνά θανατηφόρος επειδή διαγιγνώσκεται στις περισσότερες περιπτώσεις παρά μόνο όταν είναι πλέον σε προχωρημένο στάδιο που δεν είναι εφικτή η χειρουργική αντιμετώπισή του. Για τη βελτίωση του κλινικού αποτελέσματος της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου, η επιστημονική ομάδα του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες αναπτύσσει μια αιματολογική εξέταση που υπόσχεται ανίχνευση του μη-μικροκυτταρικού καρκίνου του πνεύμονα στα πρώιμα στάδιά του.

Όπως αναφέρουν σε άρθρο στο επιστημονικό έντυπο The Journal of Molecular Diagnostics, το τεστ βασίζεται σε μια νέα τεχνολογία, την EFIRM, δηλαδή την επαγόμενη από ηλεκτρικό πεδίο έκκριση και μέτρηση, που είναι τόσο εξαιρετικά ευαίσθητη και στοχευμένη στην ανίχνευση δύο μεταλλάξεων του υποδοχέα του επιδερμικού αυξητικού παράγοντα (EGFR) που σχετίζονται με τον καρκίνο του πνεύμονα στο αίμα των ασθενών με μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα, με πρώιμου σταδίου νόσο. Αυτή η πλατφόρμα είναι σχετικά φθηνή και ικανή για δοκιμές υψηλής απόδοσης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι παρά τις προόδους της χημειοθεραπείας, η πενταετής επιβίωσης των ασθενών με μη χειρουργικά εξαιρέσιμο μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα είναι λιγότερο από 10%. Η ικανότητα διάγνωσής του σε στάδια Ι και ΙΙ, όταν είναι δηλαδή εφικτή η χειρουργική αφαίρεση και η πιθανότητα ίασης, μπορεί να μειώσει καθοριστικά τη θνησιμότητα παγκοσμίως.

«Η επαναστατική τεχνολογία EFIRM είναι η πλέον συναρπαστική εξέλιξη στη μη επεμβατική υγρής μορφής βιοψία, τα τελευταία χρόνια. Η δυνατότητα ανίχνευσης των πρώιμου σταδίου ασθενών με ένα οικονομικά προσιτό τεστ αίματος ή τεστ σάλιου θα μπορούσε να σώσει χιλιάδες ζωές ετησίως, σε παγκόσμια κλίμακα», εξηγεί ο Τσαρλς Μ. Στρομ, διευθυντής του Κέντρου Ογκολογικής Έρευνας Κεφαλής, Στόματος, Τραχήλου στο αμερικανικό πανεπιστήμιο. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Δρ Στρομ η τεχνολογία EFIRM μπορεί επίσης να βρει εφαρμογή στην παρακολούθηση της πορείας της θεραπείας και την ανίχνευση υποτροπών σε ασθενείς που έχουν ήδη διαγνωστεί με μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα.

Οι ερευνητές που στο παρελθόν είχαν μετρήσει επιτυχώς δύο μεταλλάξεις EGFR, τις p.L858R και Exon 19del, σε δείγματα αίματος ασθενών με τελικού σταδίου μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα χάρη στην EFIRM, στην παρούσα μελέτη θέλησαν να δουν αν οι μεταλλάξεις μπορούν να εντοπιστούν σε δείγματα ασθενών με πρώιμου σταδίου νόσο.

Συνέλεξαν λοιπόν δείγματα πλάσματος από 248 ασθενείς με ακτινογραφικά καθορισμένα πνευμονικά οζίδια. Εξ αυτών, οι 44 διαγνώστηκαν με σταδίου Ι ή ΙΙ μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα (23 με αποδεδειγμένα, με βιοψία, καλοήθη πνευμονικά οζίδια και 21 με σταδίου Ι ή II αδενοκαρκίνωμα). Η τεχνολογία EFIRM κατάφερε να εντοπίσει την μετάλλαξη  p.L858R σε 11 από τα 12 δείγματα και την Exon 19del σε επτά από τα εννέα, δηλαδή ευαισθησία ανίχνευσης πάνω από 90% και 80% εξειδίκευση.

«Προς το παρόν η κλινική ευαισθησία της EFIRM στην ανίχνευση ασθενών με μη-μικροκυτταρικό καρκίνο του πνεύμονα είναι περιορισμένη από το ποσοστό των όγκων που περιέχουν είτε τη μια ή και τις δύο μεταλλάξεις, που υπολογίζεται στο 27% των όγκων της συγκεκριμένης μορφής καρκίνου. Αναπτύσσουμε όμως ένα πάνελ δέκα μεταλλάξεων που περιέχει την ανίχνευση μεταλλάξεων που εκφράζονται στο 50% όλων των πνευμονικών κακοηθειών», εξηγεί ο ερευνητής Γου-Τσου Σου, από το Τμήμα Παθολογίας του Εθνικού Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Cheng Kung της Ταϊβάν.