Οι λέξεις έρχονται µε «ψυχο-δυναµικά» φορτία, κάθε λέξη πέρα από το κυριολεκτικό της νόηµα µεταφέρει και µια παραδοχή ή µια προσδοκία. Η φράση, για παράδειγµα, «είσαι πολύ ευγενικός» µεταφέρει την πραγµατική ή υποκειµενική αντίληψη του ατόµου που την εκφράζει, ταυτόχρονα όµως επηρεάζει και τον δέκτη της να εισπράξει θετικό συναίσθηµα και επιβράβευση, καθώς και µια προσδοκία για ανάλογη/ταιριαστή συµπεριφορά στο µέλλον. Αντίθετα, η φράση «είσαι αγενής» οριοθετεί αρνητικό συναίσθηµα εκατέρωθεν, διακόπτει περαιτέρω επικοινωνία και ο δέκτης της προφανώς θα συνεχίσει να φέρεται ανάλογα µιας και αυτό αναλογεί στον χαρακτηρισµό που επιδόθηκε.

Οι λέξεις κρύβουν επίσης μάθηση. Εχουμε μάθει να ταυτίζουμε λέξεις/φράσεις με συναισθήματα, με ανθρώπους, με καταστάσεις. Φέρουν ακόμη μνήμες από παρελθοντικές εμπειρίες άλλοτε θετικές, άλλοτε αρνητικές. Οι λέξεις μας παροτρύνουν ή μας αποθαρρύνουν. Οι λέξεις που χρησιμοποιούμε παράγουν θετικά ή αρνητικά ψυχοσυναισθηματικά και συμπεριφοριστικά προϊόντα. Με άλλα λόγια, ο τρόπος που τροφοδοτούμε τον εγκέφαλό μας καθώς και των άλλων θα παραγάγει σκέψεις, συναισθήματα και συμπεριφορές που συνάδουν με τα δεδομένα που εισάγουμε.

Η δύναμη των λέξεων

Αλλάζοντας τις λέξεις αλλάζουμε τα «δεδομένα», άρα αυξάνουμε τις πιθανότητες για τουλάχιστον διαφορετικά, αν όχι βελτιωμένα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, αν χρησιμοποιήσω τη λέξη «μπορείς», το «μπορείς» οφείλει να καταγραφεί και να ακολουθηθούν οι ανάλογες ενέργειες που θα οδηγήσουν στην επίτευξη του στόχου. Σε αντίθεση, το «δεν μπορείς» θα οδηγήσει σε παραίτηση κάθε προσπάθειας και σε απομάκρυνση από τις όποιες πιθανότητες επιτυχίας/ολοκλήρωσης. Οι συναισθηματικά επιφορτισμένες λέξεις π.χ. «σ’ αγαπώ», «με αγαπώ» εγείρουν συναισθήματα θετικά που θα οδηγήσουν σε θετικές σκέψεις και συμπεριφορές. Υπάρχει συνέπεια με τις λέξεις που χρησιμοποιώ και με τις αντιδράσεις που επιλέγω, κατ’ επέκταση το άλλα λέω και άλλα κάνω είναι ένδειξη ψυχικών συγκρούσεων και ανισόρροπων δυναμικών που χρήζει ψυχοθεραπευτικής και ψυχιατρικής αξιολόγησης και ανάλογης αντιμετώπισης.

Τι κερδίζουμε μιλώντας θετικά

Τι συμπέρασμα βγαίνει απ’ όλα αυτά; Αλλάξτε το λεξιλόγιο και τη φρασεολογία σας. Χρησιμοποιήστε θετικές, επικοδομητικές, παραγωγικές και όχι ανασταλτικές λέξεις και πολύ περισσότερο φράσεις, που θα οδηγήσουν τον εγκέφαλο να μετατοπιστεί γνωστικά και συμπεριφοριστικά προς μια πιο αποτελεσματική και ευχάριστη λειτουργία σκέψεων, συναισθημάτων και τελικά επιλογών. Αντί, για παράδειγμα, να πούμε στον σύντροφό μας μια αρνητική κριτική τύπου «πάλι ή γιατί δεν με πήρες τηλέφωνο το πρωί, δεν νοιάζεσαι, δεν με υπολογίζεις, δεν με αγαπάς», αυτά ίσως προκαλούν αρνητικά συναισθήματα και φυσικά τα αναπαράγουν, κάτι που σίγουρα δεν επιθυμούμε.

Αντίθετα, μπορούμε να πούμε «μου αρέσει πολύ, αισθάνομαι πολύ όμορφα όταν μου τηλεφωνείς το πρωί και σ’ ακούω να μου λες καλημέρα, θα ήθελα πολύ να το κάνεις συχνότερα, με κάνει να αισθάνομαι ότι είμαι σημαντική για σένα, μου δίνει δύναμη να αντεπεξέλθω στις απαιτήσεις της μέρας, μου δείχνεις ότι νοιάζεσαι». Με αυτόν τον τρόπο αφενός επικυρώνουμε τα θετικά συναισθήματα-προθέσεις του συντρόφου μας, αφετέρου του κάνουμε συγκεκριμένο και ευκολότερα προσδιορίσιμο αυτό που επιθυμούμε και φυσικά του δείχνουμε τον δρόμο να κάνει το ίδιο για εμάς. Ετσι η σχέση εξελίσσεται, η επικοινωνία βελτιώνεται, όλοι νιώθουν καλύτερα και προμοτάρουμε τις πιθανότητες ευτυχίας.

Πολύ περισσότερο οι λέξεις έχουν δύναμη στα παιδιά, καθώς τα φύτρα τους είναι ακόμη αγνά, πρωτόγονα και ίσως ατελή ακόμη. Τι σημαίνει αυτό; Πως ό,τι τους λέμε το παίρνουν κυριολεκτικά αυτολεξεί! Δεν το πολυ-διαπραγματεύονται, ιδίως όταν έρχεται από τους γονείς που τους εμπιστεύονται απόλυτα. «Για να με λέει χαζό η μαμά έτσι θα ‘ναι», πάει στο πάτο η αυτοεκτίμηση, και το παιδί ταυτίζεται με την αρνητική λέξη-σκέψη-συναίσθημα και συντάσσεται/υιοθετεί ανάλογες συμπεριφορές που οδηγούν σε συντήρηση και διατήρησή τους ακόμη και στην ενήλικη ζωή, αν δεν προκύψουν διορθωτικές εμπειρίες ή ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις στο ενδιάμεσο.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία την κυρία Βάσω Μακαρώνη, κλινική ψυχολόγο, ψυχοθεραπεύτρια.