Κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας του κοροναϊού, η παγκόσμια επιστημονική κοινότητα είχε εκφράσει τις ελπίδες της ότι οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού θα μπορούσαν να μειώσουν την εξάπλωσή του ιού. Αν και το καλοκαίρι δεν έφερε ευρεία ανακούφιση, η σύνδεση μεταξύ του καιρού και της Covid-19 εξακολουθεί να αποτελεί ένα ζήτημα που διχάζει. Η σύνδεση μεταξύ καιρού και του κοροναϊού είναι περίπλοκη. Ο καιρός επηρεάζει το περιβάλλον στο οποίο πρέπει να επιβιώσει ο κοραναϊός πριν μολύνει έναν νέο ξενιστή, επηρεάζει όμως και την ανθρώπινη συμπεριφορά, μέσω της οποίας  ο ιός μεταδίδεται από τον ένα ξενιστή στον άλλο.

Η θερμοκρασία δεν επηρεάζει σημαντικά τον κοροναϊό

Έρευνα από το University of Texas στο Austin, φέρνει στο φως νέα δεδομένα που αποσαφηνίζουν τις επιδράσεις της θερμοκρασίας στην μετάδοση του κοροναϊού, διαπιστώνοντας ότι τελικά η θερμοκρασία και η υγρασία δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξάπλωσή του. Αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τους ερευνητές ότι ανεξάρτητα από τις θερμοκρασίες του εξωτερικού περιβάλλοντος, κρύο ή και ζέστη, η μετάδοση του κοροναϊού από το ένα άτομο στο άλλο εξαρτάται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ανθρώπινη συμπεριφορά.

«Η επίδραση της θερμοκρασίας και γενικότερα του καιρού είναι χαμηλότερη συγκριτικά με άλλα χαρακτηριστικά, όπως η κινητικότητα, που έχει πιο σημαντικό αντίκτυπο στην μεταδοτικότητα» εξηγεί ο Δρ. Dev Niyogi, επικεφαλής της έρευνας και καθηγητής στο University of Texas στο Austin.

Τι επηρεάζει την μεταδοτικότητα περισσότερο;

Σε όλες τις κλίμακες, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι ο καιρός δεν είχε σχεδόν καμία επίδραση στην μεταδοτικότητα του ιού. Όταν συγκρίθηκε με άλλους παράγοντες χρησιμοποιώντας μια στατιστική μέτρηση που αναλύει τη σχετική συμβολή κάθε παράγοντα σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα, η σχετική επίδραση του καιρού ήταν μικρότερη από 3%, χωρίς κάποια ένδειξη ότι ένας συγκεκριμένος τύπος καιρού προωθούσε την ταχύτερη εξάπλωση.

Αντίθετα, τα δεδομένα επισήμαναν τη σαφή επίδραση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και την ακόμα μεγαλύτερη επίδραση των ατομικών συμπεριφορών. Τα ταξίδια και ο χρόνος εκτός σπιτιού αποτελούν δύο κορυφαίους παράγοντες που συνέβαλαν στην ραγδαία εξάπλωση του κοροναϊού, με σχετική επίδραση περίπου 34% και 26% αντίστοιχα. Οι επόμενοι δύο σημαντικοί παράγοντες ήταν ο πληθυσμός και η αστική πυκνότητα, με σχετική επίδραση περίπου 23% και 13% αντίστοιχα.

«Δεν πρέπει να σκεφτόμαστε το ζήτημα της μετάδοσης του κοροναϊού ως κάτι που επηρεάζεται απόλυτα από τον καιρό ή το κλίμα» εξηγούν οι ερευνητές και προσθέτουν «πρέπει να λάβουμε καθένας προσωπικά προφυλάξεις, γνωρίζοντας τους παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τον ρυθμό μετάδοσης του ιού» καταλήγουν.