Ερευνητές από το University of Central Florida εντόπισαν φυσικά χαρακτηριστικά, που θα μπορούσαν να μετατρέψουν ένα άτομο σε υπέρ-μεταδότη ιών, όπως είναι ο νέος κοροναϊός.

Στα πλαίσια της μελέτης, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Physics of Fluids, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν μοντέλα υπολογιστή για να προσομοιώσουν αριθμητικά τα φτερνίσματα σε διαφορετικούς τύπους ανθρώπων και να καθορίσουν τις σχέσεις μεταξύ των φυσικών χαρακτηριστικών και της απόστασης που μπορεί να καλύψουν τα σταγονίδια μέσω του αέρα.

Η μύτη.. «κάνει» τον υπέρ-μεταδότη;

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι χαρακτηριστικά των ανθρώπων, όπως η βουλωμένη μύτη ή ακόμα και το στόμα θα μπορούσαν να αυξήσουν τις πιθανότητες να μεταδώσουν τον νέο κοροναϊό σε πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, ανάλογα με το πόσο μακριά φτάνουν τα σταγονίδια όταν φτερνίζεται.

«Η μελέτη μας αποδεικνύει ότι το ανθρώπινο σώμα δέχεται επιρροές, όπως αυτές που προέρχονται από το σύνθετο σύστημα αγωγών που σχετίζεται με την ρινική ροή που πραγματικά επηρεάζει τα σταγονίδια που εκτοξεύονται από το στόμα» επισημαίνει ο Δρ. Michael Kinzel, επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του University of Central Florida.

Για παράδειγμα, όταν οι άνθρωποι έχουν καθαρή μύτη, αφού δηλαδή την φυσήξουν, η ταχύτητα και η απόσταση που εκτοξεύονται τα σταγονίδια όταν φτερνιστούν μειώνεται, σύμφωνα με την μελέτη. Αυτό συμβαίνει επειδή μια καθαρή μύτη παρέχει μια διαδρομή εκτός από το στόμα για την έξοδο των σταγονιδίων.

Αλλά όταν η μύτη των ανθρώπων είναι «βουλωμένη», η περιοχή από την οποία μπορεί να εκτοξευθούν τα σταγονίδια είναι περιορισμένη, προκαλώντας έτσι αύξηση των σταγονιδίων φτερνίσματος που εκτοξεύονται από το στόμα.

Φτέρνισμα, αερολύματα και.. βαρύτητα

Οι ερευνητές προσομοίωσαν επίσης τρεις τύπους σάλιου, το λεπτό, το μεσαίο και το πιο παχύρευστο.

Διαπίστωσαν ότι το λεπτότερο σάλιο είχε ως αποτέλεσμα φτέρνισμα αποτελούμενο από μικρότερα σταγονίδια, τα οποία δημιούργησαν ένα «ψέκασμα», παραμένοντας για περισσότερο χρόνο στον αέρα συγκριτικά με το μεσαίο και το πιο παχύρευστο.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τους ερευνητές, τρία δευτερόλεπτα μετά από ένα φτέρνισμα, τα σταγονίδια του παχύρευστου σάλιου φτάνουν στο έδαφος, μειώνοντας έτσι την απειλή της μετάδοσης ενώ τα λεπτότερα σταγονίδια παραμένουν στον αέρα, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες μόλυνσης.