Στους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για σοβαρή νόσηση από COVID-19 όπως είναι η προχωρημένη ηλικία, το ανδρικό φύλο και τα υποκείμενα νοσήματα, μια νέα μελέτη προσθέτει έναν ακόμη: τα υψηλά επίπεδα του ιού SARS-CoV-2 στο σάλιο του πάσχοντος.

Συσχέτιση ιικού φορτίου, εισαγωγής στο νοσοκομείο και θανάτου

Τα συμβατικά τεστ για ανίχνευση του νέου κοροναϊού διεξάγονται με λήψη επιχρίσματος από το εσωτερικό της μύτης και του φάρυγγα (ρινοφαρυγγικό επίχρισμα). Ωστόσο νέα τεστ ανιχνεύουν τον ιό στο σάλιο – μάλιστα τέτοια τεστ είναι πλέον διαθέσιμα και στη χώρα μας – και η καινούργια μελέτη δείχνει μια σημαντική συσχέτιση μεταξύ των υψηλών επιπέδων του ιού στο σάλιο και του κινδύνου για μετέπειτα εισαγωγή στο νοσοκομείο ακόμη και για θάνατο. Αν τα ευρήματα αυτά επιβεβαιωθούν, τα τεστ σάλιου θα μπορούν να βοηθήσουν τους γιατρούς να εντοπίζουν τους ασθενείς που βρίσκονται σε πρώιμο στάδιο της COVID-19 και αντιμετωπίζουν αυξημένο κίνδυνο να νοσήσουν βαριά και να τους χορηγούν εγκαίρως τις κατάλληλες θεραπείες.

Η μελέτη

Η μελέτη η οποία έχει μέχρι στιγμής ανέβει στην πλατφόρμα ανοιχτής πρόσβασης medRχiv αλλά δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί σε επιστημονική επιθεώρηση διεξήχθη από ερευνητές του Πανεπιστημίου Γέιλ με επικεφαλής την ανοσολόγο Ακίκο Ιβασάκι. Οι επιστήμονες συνέκριναν το ιικό φορτίο στο σάλιο και σε ρινοφαρυγγικά επιχρίσματα 154 ασθενών με COVID-19 και 109 υγιών ατόμων. Μοίρασαν τους ασθενείς σε τρεις ομάδες με βάση το ιικό φορτίο τους – χαμηλό ιικό φορτίο, μέτριο ιικό φορτίο και υψηλό ιικό φορτίο – όπως αυτό προσδιορίστηκε τόσο από ανάλυση του ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος όσο και από ανάλυση του σάλιου. Στη συνέχεια συνέκριναν αυτά τα αποτελέσματα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων που εμφάνισαν αργότερα οι ασθενείς.

Ανακάλυψαν ότι οι ασθενείς που νόσησαν στη συνέχεια βαριά, νοσηλεύθηκαν ή έχασαν τη ζωή τους εξαιτίας της COVID-19 είχαν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν υψηλό ιικό φορτίο στο σάλιο τους, όχι όμως και στο ρινοφαρυγγικό επίχρισμά τους.

Πιο «αδύναμη» ανοσολογική απόκριση

Οταν η δρ Ιβασάκι και οι συνάδελφοί της ανέτρεξαν στους ηλεκτρονικούς ιατρικούς φακέλους των ασθενών αναζητώντας δείκτες της νόσου στο αίμα, είδαν ότι το υψηλό ιικό φορτίο στο σάλιο συνδεόταν με υψηλά επίπεδα προφλεγμονωδών μορίων όπως οι κυτταροκίνες και οι χημειοκίνες που παράγονται ως απόκριση σε μολύνσεις από ιούς και συνδέονται με βλάβες στους ιστούς. Είδαν επίσης ότι τα άτομα με υψηλό ιικό φορτίο στο σάλιο εμφάνιζαν σταδιακή απώλεια κυττάρων τα οποία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανοσολογική απόκριση ενάντια σε ιούς, χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων που στοχεύουν την πρωτεΐνη-ακίδα την οποία ο ιός χρησιμοποιεί για να εισέλθει στα κύτταρα και καθυστέρηση στην ανάπτυξη της ισχυρής ανοσολογικής απόκρισης που είναι απαραίτητη για να νικηθεί ο ιός.

Γιατί το σάλιο αποτελεί καλύτερο δείκτη πρόγνωσης

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Γέιλ υποστηρίζουν ότι το σάλιο αποτελεί καλύτερο δείκτη πρόγνωσης της εξέλιξης της COVID-19 σε σύγκριση με το επίχρισμα που λαμβάνεται από τη μύτη. Και αυτό διότι το ρινικό επίχρισμα λαμβάνεται από την ανώτερη αναπνευστική οδό ενώ η σοβαρή νόσος συνδέεται με βλάβες βαθιά στους πνεύμονες – και το σάλιο μπορεί να αντικατοπτρίσει καλύτερα το ιικό φορτίο στους πνεύμονες. «Το σάλιο μπορεί να δείξει καλύτερα τι συμβαίνει στο κατώτερο αναπνευστικό σύστημα» ανέφερε η δρ Ιβασάκι και εξήγησε ότι οι κροσσοί που «ντύνουν» το αναπνευστικό σύστημα μεταφέρουν τη βλέννα από τους πνέυμονες στον λαιμό όπου αναμειγνύεται με το σάλιο.

Προς έγκαιρη θεραπεία

Η επικεφαλής της μελέτης προσέθεσε ότι τα ευρήματα της ίδιας και της ομάδας της πρέπει να αναπαραχθούν τώρα και από άλλες ομάδες προκειμένου να εξαχθούν περαιτέρω στοιχεία σχετικά με το πόσο ακριβώς κινδυνεύει ένα άτομο με υψηλό ιικό φορτίο στο σάλιο να αναπτύξει σοβαρή COVID-19. Αν τα ευρήματα επιβεβαιωθούν, τα τεστ σάλιου αναμένεται να αποτελέσουν σημαντική «χείρα βοηθείας» για τους γιατρούς οι οποίοι θα μπορούν να παρεμβαίνουν εγκαίρως σε άτομα με υψηλό ιικό φορτίο και να τους χορηγούν είτε αντισώματα που θα μειώνουν την ποσότητα του ιού στο αναπνευστικό σύστημα είτε στεροειδή με στόχο να καταστέλλεται η υπέρμετρη ανοσολογική απόκριση που είναι καταστροφική για τον οργανισμό.

Τα τεστ σάλιου είναι φθηνότερα και πιο εύκολα στη χρήση από τα τεστ λήψης ρινοφαρυγγικού επιχρίσματος, ωστόσο εφαρμόζονται σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Εκτιμάται ότι στοιχεία σαν και αυτά θα ανοίξουν τον δρόμο για πολύ ευρύτερη χρήση των συγκεκριμένων τεστ συμβάλλοντας και σε καλύτερο έλεγχο της πανδημίας.