Η ελκώδης κολίτιδα (ΕΚ) είναι μια χρόνια, ιδιοπαθής φλεγμονώδης νόσος του παχέος εντέρου. Η τρέχουσα υπόθεση παθογένειας υποστηρίζει ότι η έκθεση σε συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου οδηγεί σε μια ανορθόδοξη αντίδραση του ανοσοποιητικού συστήματος εναντίον της εντερικής χλωρίδας σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα. Παράγοντες που έχουν ενοχοποιηθεί για ενδεχόμενη αύξηση της πιθανότητας εμφάνισης ΕΚ είναι η κατανάλωση κόκκινου κρέατος – επεξεργασμένων τροφών – κορεσμένων λιπαρών οξέων – τεχνητών γλυκαντικών ουσιών, η συχνή λήψη αντιβιοτικών ιδιαίτερα σε παιδική ηλικία και η χρήση αντισυλληπτικών φαρμάκων ενώ αυτοί που ενδεχομένως ασκούν προστατευτική επίδραση είναι η πρόσληψη φυτικών ινών, ο θηλασμός, η σκωληκοειδεκτομή, η διαμονή σε ημιαστικό – αγροτικό περιβάλλον, η πρόσβαση σε ατομική τουαλέτα και ζεστό νερό και η συναναστροφή με κατοικίδια ζώα σε παιδική ηλικία. Η πλέον αυξημένη επίπτωση της νόσου παρατηρείται μεταξύ 2ης – 4ης δεκαετίας της ζωής, αν και μπορεί να εμφανιστεί σε οιαδήποτε ηλικία, και προσβάλλει εξίσου άνδρες και γυναίκες. Στην Ελλάδα υπολογίζουμε ότι υπάρχουν 16-18.000 ασθενείς.

Η διάγνωση βασίζεται στα συμπτώματα, στην κολονοσκόπηση, τις βιοψίες και συγκεκριμένες εξετάσεις αίματος και κοπράνων. Τα πιο συχνά συμπτώματα της νόσου είναι η διάρροια (συνήθως με παρουσία αίματος και βλέννης), η επιτακτική ανάγκη κένωσης, η νυκτερινή αφύπνιση, ο πόνος στην κοιλιά, ο πυρετός, η μειωμένη όρεξη και η απώλεια βάρους. Κλινικές εκδηλώσεις εκτός του παχέος εντέρου μπορεί να εμφανιστούν στο 30% περίπου των ασθενών προσβάλλοντας κυρίως το μυοσκελετικό σύστημα, το δέρμα, τους οφθαλμούς, το στόμα και το συκώτι. Η νόσος χαρακτηρίζεται από εξάρσεις εναλλασσόμενες με περιόδους ύφεσης. Η εμμένουσα ενεργός νόσος εξαιτίας της ανεπαρκούς αντιμετώπισής της μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την επιδείνωση της ποιότητας ζωής αλλά και την αύξηση του κινδύνου νοσηλείας, χειρουργείων και εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου.

H καθημερινότητα των ασθενών με ΕΚ, ειδικά τις περιόδους έξαρσης, μπορεί να είναι αρκετά δύσκολη. Δύο στους τρεις ασθενείς στην Ελλάδα πιστεύουν ότι η νόσος ελέγχει τη ζωή τους. Η απρόβλεπτη φύση των συμπτωμάτων οδηγεί τους ασθενείς να ζουν με τον φόβο του στιγματισμού αλλά και την αμηχανία μήπως δεν μπορέσουν να βρουν έγκαιρα τουαλέτα, βιώνοντας έτσι έντονα αρνητικά συναισθήματα. Επίσης, αρκετοί ασθενείς αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εκπλήρωση των επαγγελματικών τους υποχρεώσεων λόγω της νόσου, με τις ηλικίες 18-49 να επηρεάζονται σε εντονότερο βαθμό. Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι η συχνή εμφάνιση άγχους, κατάθλιψης και κοινωνικής απομόνωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι 79% των ασθενών πιστεύει ότι η ΕΚ τους εμποδίζει να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή.

Ο σχεδιασμός της θεραπευτικής προσέγγισης βασίζεται στα χαρακτηριστικά της νόσου θέτοντας συγκεκριμένους στόχους, εμπεριέχοντας σε σημαντικό βαθμό την εξατομίκευση και έχοντας ως βασικότερο γνώμονα την ασφάλεια. Ο πρωτεύων στόχος είναι η επαγωγή και διατήρηση της κλινικής ανταπόκρισης (ήπια συμπτώματα ή πλήρης απουσία αυτών), ιδανικά συνδυασμένη με επούλωση των βλαβών του εντέρου που ανιχνεύθηκαν στην κολονοσκόπηση (ενδοσκοπική ύφεση). Τα συνηθέστερα φάρμακα που χρησιμοποιούμε στην ΕΚ είναι τα κορτικοστεροειδή, τα 5-αμινοσαλικυλικά, η αζαθειοπρίνη, η κυκλοσπορίνη, οι jak-αναστολείς και οι βιολογικοί παράγοντες. Τα τέσσερα τελευταία χορηγούνται μόνο σε περιπτώσεις μέτριας-σοβαρής ΕΚ ή/και εφόσον έχουν αποτύχει τα προηγούμενα ή έχει παρουσιάσει δυσανεξία ο ασθενής κατά τη λήψη τους.

Η χειρουργική επέμβαση επιλέγεται επί αποτυχίας των διαθέσιμων φαρμακευτικών επιλογών πλην περιπτώσεων οξείας βαριάς νόσου ή όταν συντρέχουν ειδικοί σοβαροί λόγοι (π.χ. ανάπτυξη στένωσης ή καρκίνου του παχέος εντέρου). Αυτή θα απαιτηθεί στο 15% περίπου των ασθενών σε κάποια φάση της νόσου τους. Η χειρουργική επέμβαση εκλογής είναι η ολική αφαίρεση του παχέος εντέρου, συμπεριλαμβανομένου του ορθού, με ταυτόχρονη δημιουργία νέο-ληκύθου. Αν και θεωρείται ως «οριστική θεραπεία» για την ΕΚ, σχετίζεται με βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επιπλοκές που μπορούν να επηρεάσουν την ποιότητα ζωής των ασθενών, απαιτούν θεραπεία και χρήση πόρων υγειονομικής περίθαλψης και συντελούν στη μείωση της παραγωγικότητας. Για παράδειγμα, έχει φανεί ότι μετά τη χειρουργική επέμβαση μπορεί να μειωθεί η γονιμότητα των γυναικών. Αυτό το ζήτημα προκαλεί μεγάλη ανησυχία αφού οι γυναίκες ασθενείς με ΕΚ είναι συνήθως νέες σε αναπαραγωγική ηλικία.

Είναι σημαντικό λοιπόν να υπάρχουν διαθέσιμες θεραπευτικές επιλογές. Προσδοκούμε στο μέλλον να έχουμε στη θεραπευτική μας φαρέτρα πολλές νέες καινοτόμες θεραπείες με διαφορετικούς μηχανισμούς δράσης, για να υπάρχει μεγαλύτερη δυνατότητα εξατομίκευσης της θεραπείας. Χρειαζόμαστε παράγοντες αποτελεσματικούς και ασφαλείς, με ταχεία έναρξη δράσης και ευκολία στη χρήση κυρίως για την αντιμετώπιση της μέτριας-σοβαρής ΕΚ. Πρόσφατα κυκλοφόρησε στη χώρα μας ένα νέo φάρμακο και αναμένουμε και άλλα μόρια τα επόμενα χρόνια.

Τέλος σημαντική είναι και η επικοινωνία ιατρού-ασθενή. Ο ασθενής πρέπει να έχει με το ιατρό του μια τακτική και ειλικρινή επικοινωνία ώστε να μπορούν να θέσουν μαζί τους θεραπευτικούς στόχους, καθώς ο καθένας έχει διαφορετικές ανάγκες και προτεραιότητες. Έχει φανεί ότι οι ασθενείς μένουν πιο ευχαριστημένοι με τη θεραπεία τους όταν έχουν ενεργό ρόλο στη λήψη της απόφασης.

Είμαστε εδώ λοιπόν για να μπορέσουμε να προσφέρουμε το καλύτερο στους ασθενείς μας.

*Καρμίρης Κωνσταντίνος: Γαστρεντερολόγος, Επιμελητής Α’ ΕΣΥ, Γαστρεντερολογικό Τμήμα, Γενικό Νοσοκομείο Ηρακλείου «Βενιζέλειο – Πανάνειο», Ηράκλειο