Το τρίτο τσίμπημα ενάντια στον SARS-CoV-2 είναι το θέμα των ημερών τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς. Στην Ελλάδα την περασμένη Δευτέρα ανακοινώθηκε ότι μετά τους ανοσοκατεσταλμένους που έχουν ήδη μπει στο «τρένο της αναμνηστικής δόσης», παίρνουν (εθελοντική) σειρά από τις 30 Σεπτεμβρίου τα άτομα άνω των 60 ετών, όσα διαβιούν σε μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων και οι υγειονομικοί.

Στις ΗΠΑ η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) αναμενόταν να λάβει απόφαση για τον αναμνηστικό εμβολιασμό του αμερικανικού πληθυσμού μέχρι τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές – η γνωμοδότηση πάντως της αρμόδιας Επιτροπής της για το θέμα, η οποία συνήθως αποτελεί «πυξίδα» για τις αποφάσεις της, κινούνταν προς την κατεύθυνση της αναμνηστικής δόσης στα άτομα 65 ετών και άνω και όχι στον γενικό πληθυσμό, όπως φαίνεται να επιθυμεί η κυβέρνηση Μπάιντεν.

Στη Γηραιά Ηπειρο πάλι, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων (ΕΜΑ), του οποίου οι αποφάσεις δεν είναι δεσμευτικές για τα ευρωπαϊκά κράτη, δεν έχει δώσει το «πράσινο φως» για χορήγηση αναμνηστικής δόσης, τονίζοντας ότι τα επιστημονικά στοιχεία δείχνουν πως το βασικό εμβολιαστικό σχήμα παραμένει αποτελεσματικό στο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ενώ προστατεύει και από το κυρίαρχο στέλεχος Δέλτα.

Στέλεχος ανησυχίας

Το στέλεχος Δέλτα είναι ο λόγος για τον οποίο ολοένα και περισσότερες χώρες τρέχουν για να προλάβουν να στήσουν «ανάχωμα» απέναντι στον ιό. Και αυτό διότι άλλαξε το πανδημικό τοπίο. Μεταδίδεται σε χρόνο dt, δεν αφήνει «αλώβητα» τα παιδιά, όπως τα προηγούμενα στελέχη του ιού και, σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις, μέσα στο επόμενους μήνες, όποιος δεν έχει εμβολιαστεί εναντίον του θα δεχθεί την (εν δυνάμει επικίνδυνη) επίσκεψή του. Στην ενημέρωση της περασμένης Δευτέρας, οπότε και έγιναν οι ανακοινώσεις για τον αναμνηστικό εμβολιασμό στη χώρα μας, η πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών κυρία Μαρία Θεοδωρίδου σημείωσε ότι το στέλεχος Δέλτα είναι σε μεγάλο βαθμό εκείνο που οδήγησε σε επίσπευση των αποφάσεων με στόχο να επιτύχουμε μέσω της τρίτης δόσης να είμαστε «προμηθείς και όχι επιμηθείς», όπως είπε.

Από την πλευρά του ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) έχει υπογραμμίσει με κάθε τρόπο ότι αν θέλουμε να είμαστε… προμηθείς στη συγκεκριμένη φάση της πανδημίας, το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να φροντίσουμε να εξασφαλίσουμε το βασικό εμβολιαστικό σχήμα στις λιγότερο προνομιούχες χώρες, όπου κατά μέσο όρο δεν έχει εμβολιαστεί ποσοστό μεγαλύτερο του 2% του πληθυσμού. Και αυτό διότι τα μέρη του κόσμου με τόσο χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη θα συνεχίσουν να αποτελούν «φωλιές» νέων μεταλλάξεων του SARS-CoV-2, οι οποίες στη συνέχεια θα… ανάβουν φωτιές σε ολόκληρο τον πλανήτη.

Δυναμική κατάσταση

Οπως κατανοεί κάποιος εύκολα, πρόκειται για μια κατάσταση δυναμική στην οποία κάθε απάντηση που δίνεται γεννά ταυτοχρόνως νέα ερωτήματα: Χρειάζονται πράγματι τρίτη δόση εμβολίου οι ηλικιωμένοι; Θα ακολουθήσει σύντομα και ο γενικός πληθυσμός; Γιατί υπάρχει διχογνωμία σε παγκόσμιο επίπεδο; Τι δείχνουν τα δεδομένα; Υπάρχει κίνδυνος παρενεργειών από την τρίτη δόση; Ας δούμε ποιες απαντήσεις μπορούν να δοθούν μέσω των μέχρι στιγμής στοιχείων και των ειδικών με τους οποίους ήλθε σε επαφή το ΒΗΜΑ-Science.

Η ροή των δεδομένων και των μελετών που επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα είναι συνεχής και κάποιες φορές τα αποτελέσματα είναι αντικρουόμενα. Ορισμένες μελέτες δείχνουν αισθητή μείωση της προστασίας από τη μόλυνση με το στέλεχος Δέλτα αλλά οι περισσότερες συγκλίνουν στο ότι το βασικό εμβολιαστικό σχήμα συνεχίζει να προστατεύει από τη σοβαρή νόσηση, τη νοσηλεία, τη νοσηλεία σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και τον θάνατο. Είναι χαρακτηριστικά τα αποτελέσματα μελετών που δημοσιεύθηκαν πριν από μερικές ημέρες από τα αμερικανικά Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), σύμφωνα με τα οποία η αποτελεσματικότητα των εμβολίων κατά των σοβαρών μορφών της COVID-19 είναι συνεχής.

Η πρώτη μελέτη η οποία ανέλυσε εκατοντάδες χιλιάδες κρούσματα της COVID-19 σε 13 αμερικανικές περιφέρειες έδειξε ότι τα πλήρως εμβολιασμένα άτομα είχαν 11 φορές λιγότερες πιθανότητες να χάσουν τη ζωή τους από τη νόσο που προκαλεί ο νέος κορωνοϊός και 10 φορές λιγότερες πιθανότητες να νοσηλευθούν εξαιτίας της, ακόμη και κάτω από τη «σκιά» του στελέχους Δέλτα. Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τη μελέτη, η προστασία από νοσηλεία και θάνατο ήταν μειωμένη στα άτομα 65 ετών και άνω σε σύγκριση με τις νεότερες ηλικίες.

Μια δεύτερη μελέτη η οποία ανέλυσε την αποτελεσματικότητα διαφορετικών εμβολίων με βάση στοιχεία που συνελέγησαν από περισσότερα από 400 αμερικανικά νοσοκομεία και κέντρα υγείας στο χρονικό διάστημα μεταξύ του περασμένου Ιουνίου και Αυγούστου έχρισε το εμβόλιο της Moderna «πρωταθλητή» της αποτελεσματικότητας – συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητά του έναντι της ανάγκης νοσηλείας εξαιτίας της COVID-19 ήταν 95% ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για το εμβόλιο των Pfizer/BioNTech ήταν 80% και της Johnson & Johnson 60%.

Εταιρικός «συνασπισμός»

Παρά την πρωτιά αυτή η Μoderna ανακοίνωσε πριν από μερικές ημέρες ότι η προστασία που παρέχει το εμβόλιό της μπορεί να εξασθενήσει με την πάροδο του χρόνου. Αντίστοιχες ανακοινώσεις έκανε και η Pfizer, που παρουσίασε μελέτη του συστήματος υγείας Kaiser Permanente στη Νότια Καλιφόρνια, σύμφωνα με την οποία η ανοσοπροστασία που προσφέρει το εμβόλιό της μειώνεται έξι ως οκτώ μήνες μετά τη δεύτερη δόση. Η μείωση αυτή υπολογίστηκε σε περίπου 6% ανά δίμηνο μετά τη δεύτερη δόση. Σύμφωνα πάντως με στοιχεία ισραηλινής μελέτης που επίσης παρουσίασε η εταιρεία, η χορήγηση τρίτης δόσης του εμβολίου «εκτόξευσε» και πάλι την αποτελεσματικότητά του στο 95%.

Η Moderna πάλι, παρουσίασε στοιχεία μεγάλης κλινικής δοκιμής, σύμφωνα με τα οποία κατεγράφησαν μεγαλύτερα ποσοστά λοιμώξεων μεταξύ όσων είχαν εμβολιαστεί πρώτοι πριν από 13 μήνες σε σύγκριση με όσους εμβολιάστηκαν πριν από οκτώ μήνες. Πρέπει ωστόσο να υπογραμμιστεί ότι άλλη μελέτη σε συνεργασία με το Kaiser Permanente, η οποία συνέκρινε περί τα 352.000 πλήρως εμβολιασμένα με Moderna άτομα σε σύγκριση με αντίστοιχο αριθμό μη εμβολιασμένων, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εμβόλιο, ακόμη και μέσα στην «τρικυμία» του Δέλτα, εμφάνιζε 87% αποτελεσματικότητα απέναντι στη μόλυνση με τον νέο κορωνοϊό και 96% αποτελεσματικότητα απέναντι στον κίνδυνο νοσηλείας.

Και οι δύο εταιρείες πάντως, με βάση τα στοιχεία που παρουσίασαν, ζήτησαν έγκριση τρίτης δόσης των εμβολίων τους για τον γενικό πληθυσμό (έχουν ήδη υποβάλει σχετικές αιτήσεις στους αρμόδιους οργανισμούς) – η στάση τους μάλλον δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη…

Αντίλογος με σημασία

Στον αντίποδα, πρόσφατο άρθρο κορυφαίων ειδικών που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση «The Lancet» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν χρειάζονται αναμνηστικές δόσεις εμβολίου, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, στον γενικό πληθυσμό. Οι συντάκτες του άρθρου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν ειδικοί του ΠΟΥ και της FDA, τόνισαν ότι είναι πιθανό να απαιτηθεί μαζική χορήγηση τρίτης δόσης στο μέλλον, εφόσον προκύψουν δεδομένα που θα τη δικαιολογούν, ωστόσο προς το παρόν το τρίτο τσίμπημα φαίνεται να είναι απαραίτητο μόνο σε συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, όπως οι ανοσοκατεσταλμένοι. Το άρθρο αυτό συντάσσεται με τη θέση του ΠΟΥ – οι συγγραφείς ανέφεραν χαρακτηριστικά ότι «τα διαθέσιμα αποθέματα εμβολίων θα μπορέσουν να σώσουν περισσότερες ζωές αν χρησιμοποιηθούν σε ανεμβολίαστους πληθυσμούς» – ενώ «στέκεται απέναντι» από τις βλέψεις της κυβέρνησης Μπάιντεν, η οποία επιθυμεί να εμβολιάσει όλον τον αμερικανικό πληθυσμό καθώς θεωρεί ότι η αύξηση των κρουσμάτων που καταγράφεται το τελευταίο διάστημα και σε εμβολιασμένα άτομα δείχνει μείωση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων, η οποία μπορεί να αναστραφεί με αναμνηστική δόση.

Σημειώνεται ότι στους συγγραφείς του άρθρου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η Μάριον Γκρούμπερ, διευθύντρια του Γραφείου Ερευνας Εμβολίων της FDA, και ο αναπληρωτής διευθυντής του ίδιου γραφείου Φιλ Κράουζε – σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters αμφότεροι πρόκειται να αποχωρήσουν από τις θέσεις τους το επόμενο διάστημα…

Οπως θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα, το παζλ της τρίτης δόσης είναι δυσεπίλυτο. Μερικά κομμάτια του ας προσπαθήσουμε να βάλουμε στη θέση τους με τη βοήθεια των ειδημόνων που μοιράστηκαν μαζί μας την άποψή τους.

Επικαιροποιημένη ή όχι η αναμνηστική;

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη δρ Θεοδώρα Χατζηιωάννου τάχθηκε υπέρ της χορήγησης της τρίτης δόσης. «Αν και πιστεύω πως η πλειονότητα όσων θα νοσούν σοβαρά από COVID-19 θα αφορά πάντα τα ανεμβολίαστα άτομα, είναι θέμα χρόνου να καταγραφεί παρόμοια πορεία – αύξηση δηλαδή περιπτώσεων σοβαρής νόσησης – και στους εμβολιασμένους, ειδικά αν εμφανιστούν νέα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού που θα έχουν μεγαλύτερη αντίσταση στα αντισώματα». Μάλιστα η δρ Χατζηιωάννου αναφέρθηκε σε τελευταία μελέτη της ομάδας από το Ροκφέλερ στην οποία συμμετέχει, που ρίχνει φως στην ανάγκη για ενισχυτική δόση των εμβολίων. «Στη μελέτη αυτή ανακαλύψαμε μεταξύ άλλων ότι τα άτομα που είχαν νοσήσει και μετά από ένα περίπου έτος εμβολιάστηκαν με mRNA εμβόλια εμφάνιζαν εξαιρετικά επίπεδα αλλά και εύρος αντισωμάτων και ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν όχι μόνο οποιαδήποτε μετάλλαξη του SARS-CoV-2 αλλά ακόμη και άλλους κορωνοϊούς συγγενείς με τον SARS-CoV-2. Αυτό μαρτυρεί ότι με το παρόν πρόγραμμα εμβολιασμού δεν έχουμε καταφέρει να αξιοποιήσουμε όλες τις δυνατότητες του ανοσοποιητικού μας συστήματος. Πιστεύω λοιπόν ότι η τρίτη δόση θα είναι ένα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση καθώς και ότι θα ήταν καλό να μην περιμένουμε να αυξηθούν οι περιπτώσεις σοβαρής νόσησης και στις νεότερες ηλικίες προκειμένου να τις συμπεριλάβουμε στον αναμνηστικό εμβολιασμό».

Ενα σημαντικό ερώτημα που ευλόγως υπάρχει είναι αν θα ήταν καλύτερο η αναμνηστική δόση να γίνει με επικαιροποιημένα εμβόλια, τα οποία θα καλύπτουν και το στέλεχος Δέλτα. Σύμφωνα με την καθηγήτρια, «το πρόβλημα με μια τέτοια τακτική είναι ότι πάντα θα παίζουμε «κυνηγητό» με τον ιό. Μέχρι να διεξαγάγουμε τις απαραίτητες δοκιμές και να κυκλοφορήσει εμβόλιο βασισμένο στο στέλεχος που κυριαρχεί σε μια συγκεκριμένη περίοδο, είναι πιθανό το στέλεχος αυτό να έχει ήδη δώσει τη θέση του σε ένα άλλο». Κατά τη δρα Χατζηιωάννου, «το σημαντικό είναι να προλάβουμε να προστατεύσουμε εγκαίρως μέσω της τρίτης δόσης τον πληθυσμό από τον ιό μπροστά σε έναν δύσκολο χειμώνα που έρχεται και συγχρόνως να γίνει προσπάθεια για αύξηση των βασικών εμβολιασμών σε παγκόσμιο επίπεδο».

Αυτή την έγκαιρη ενισχυτική προστασία θέλει να επιτύχει και η χώρα μας και για αυτόν τον λόγο ελήφθη ήδη η σχετική απόφαση για σύσταση εμβολιασμού των ατόμων άνω των 60 ετών – πριν ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις από τον ΕΜΑ. Αυτό σημείωσε ο αναπληρωτής καθηγητής Επιδημιολογίας και Προληπτικής Ιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ) και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων για τον νέο κορωνοϊό κ. Δημήτριος Παρασκευής«Με δεδομένο ότι μετά τον εμβολιασμό χρειάζεται να παρέλθει κάποιο χρονικό διάστημα για να επιτευχθεί η ανοσοποίηση και με γνώμονα το να προστατεύσουμε τον πληθυσμό όσο πιο γρήγορα γίνεται εν όψει του χειμώνα, λάβαμε αυτή την απόφαση – και άλλες χώρες κινούνται προς την ίδια κατεύθυνση. Σε αυτή τη φάση τα βιβλιογραφικά δεδομένα συνάδουν με τη σύσταση αναμνηστικού εμβολιασμού στα άτομα άνω των 60 ετών, ωστόσο έχουμε απέναντί μας μια δυναμική κατάσταση και ίσως στο προσεχές μέλλον η σύστασή μας να συμπεριλάβει και τον γενικό πληθυσμό». Ο κ. Παρασκευής παραδέχθηκε βέβαια ότι καλούμε τώρα τους 60άρηδες να εμβολιαστούν για τρίτη φορά, όταν σεβαστό ποσοστό εξ αυτών δεν έχει καν κάνει τον βασικό εμβολιασμό. «Υπάρχουν κενά στον βασικό εμβολιασμό των ηλικιωμένων και αυτό αποτελεί πρόβλημα. Πρέπει να προσπαθήσουμε να πείσουμε όσους περισσότερους μπορούμε να κάνουν το σωτήριο εμβόλιο».

Για σωστή απόφαση σε ό,τι αφορά τη χορήγηση αναμνηστικών δόσεων στη χώρα μας έκανε λόγο και ο πρύτανης του ΕΚΠΑ, καθηγητής Αιματολογίας-Ογκολογίας κ. Μελέτιος-Αθανάσιος Δημόπουλος«Οι αποφάσεις σχετικά με τη χορήγηση αναμνηστικών δόσεων στη χώρα μας είναι σωστές και αποσκοπούν στη δημιουργία ισχυρού τείχους ανοσίας έναντι της COVID-19. Οι διαδικασίες αξιολόγησης από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ) είναι συχνά χρονοβόρες αλλά αναμένεται να συμβαδίσουν με τις αποφάσεις της χώρας μας».

Οι «εγχώριες» μελέτες του ΕΚΠΑ υποστηρίζουν πλήρως τις αποφάσεις της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, ανέφερε ο κ. Δημόπουλος. «Οι μελέτες του ΕΚΠΑ σχετικά με την ανοσιακή απόκριση μετά τον εμβολιασμό έναντι του SARS-CoV-2 δείχνουν ότι τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχουν μεν επαρκή αλλά υποδεέστερη αντισωματική απάντηση σε σχέση με άτομα νεαρότερης ηλικίας. Επιπλέον, δεδομένα από τον εμβολιασμό υγιών ατόμων δείχνουν ότι μετά την πάροδο του εξαμήνου από τον εμβολιασμό υπάρχει μια σταδιακή πτώση της εξουδετερωτικής ικανότητας των αντισωμάτων, η οποία είναι πιο έντονη μετά την πάροδο του πρώτου τριμήνου από το εμβόλιο και ιδιαίτερα έκδηλη στα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας».

Παγκόσμιο θέμα

Ο κ. Δημόπουλος τόνισε πάντως ότι η προστασία του πληθυσμού δεν αποτελεί μόνο εθνικό ζήτημα στην κάθε χώρα αλλά ένα παγκόσμιο θέμα αν θέλουμε να απαλλαγούμε κάποτε από την πανδημία. «Η διεθνής εμπειρία με την πανδημία COVID-19 έχει δείξει αναφανδόν ότι αποτελεί μείζον ζήτημα της παγκόσμιας δημόσιας υγείας. Η ταχύτητα εξάπλωσης τόσο του αρχικού στελέχους όσο και των νεότερων στελεχών του SARS-CoV-2 σε παγκόσμιο επίπεδο μας θυμίζει ότι ζούμε σε ένα πλανητικό χωριό πέρα από τα φυσικά σύνορα των χωρών. Η διασφάλιση ικανού ανοσιακού επιπέδου με τη χορήγηση ενισχυτικών δόσεων είναι αναμφίβολα ιδιαίτερης σημασίας για την απρόσκοπτη επιστροφή στην κανονικότητα παρά την ανάδυση νέων μεταλλάξεων. Ωστόσο, είναι εξίσου σημαντικό να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη πρόσβαση στα εμβόλια για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μειωθεί σημαντικά η κυκλοφορία του SARS-CoV-2 στην ανθρωπότητα και θα μειωθεί η πιθανότητα ανάδυσης νέων μεταλλάξεων που θα προσδίδουν πλεονέκτημα επιβίωσης στον ιό. Μια πιθανή λύση θα ήταν η αύξηση παραγωγής των εγκεκριμένων εμβολίων και η διάθεσή τους σε αναπτυσσόμενες χώρες σε τιμή κόστους ή/και ως δωρεά από τα αναπτυγμένα κράτη».

Το ερώτημα σχετικά με το αν η αρνητική στάση σεβαστού μέρους του πληθυσμού προς τον βασικό εμβολιασμό οδηγεί τώρα στην ανάγκη τρίτης δόσης έθεσε ο καθηγητής Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και Υγειονομικής και Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών της Παβία στην Ιταλία κ. Δημοσθένης Σαρηγιάννης. «Αν ήμασταν όλοι εμβολιασμένοι θα χρειάζονταν επιπλέον δόση τώρα οι άνω των 60;». Σχετικά με το αν θα χρειαστεί σύντομα τρίτη δόση εμβολίου στον γενικό πληθυσμό ο καθηγητής υπογράμμισε ότι «πρέπει να δούμε τι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα. Αν για παράδειγμα αυξηθούν οι βασικοί εμβολιασμοί και τηρούνται όλα τα μέτρα προστασίας με αποτέλεσμα να μην υπάρχει μεγάλη διασπορά του ιού, τότε ίσως να μη χρειαστεί να χορηγηθεί τρίτη δόση σε όλους».

Οπως βλέπετε, τα «αν» εξακολουθούν κάθε φορά να είναι περισσότερα από τα «θα» σε ό,τι αφορά την κορωνο-πανδημία. Εκείνο πάντως που σύμφωνα με όλους τους ειδικούς δεν χωρά «αν» είναι το… αν θα πρέπει οι ανεμβολίαστοι να κάνουν το πρώτο και δεύτερο τσίμπημα. Για το (εθελοντικό) τρίτο σάς μεταφέραμε όσα ήταν δυνατόν μέχρι στιγμής (διότι οι εξελίξεις τρέχουν μαζί με τον ιό)…

Περί τις 5,7δισεκατομμύρια δόσεις διαφόρων εμβολίων για τον νέο κορωνοϊό έχουν χορηγηθεί μέχρι στιγμής παγκοσμίως. 41,8%του παγκόσμιου πληθυσμού είναι έστω και μερικώς εμβολιασμένο. Πάνω από2.000.000άτομα από το σύνολο των 9,3 εκατομμυρίων κατοίκων του Ισραήλ έχουν μέχρι στιγμής λάβει ενισχυτική δόση εμβολίου. Περί τους32.000Ελληνες που ανήκουν στην ομάδα των ανοσοκατεσταλμένων ασθενών έχουν ήδη λάβει ενισχυτική δόση εμβολίου ή έχουν προγραμματίσει ραντεβού για να τη λάβουν.

Τι γίνεται σε άλλες χώρες

Στον «χορό» της τρίτης δόσης του εμβολίου για τον νέο κορωνοϊό μπαίνουν ολοένα και περισσότερες χώρες μετά το Ισραήλ, που ήταν η πρώτη χώρα παγκοσμίως η οποία στις 29 Αυγούστου άρχισε να προσφέρει ενισχυτική δόση σε όλα τα πλήρως εμβολιασμένα άτομα άνω των 12 ετών, έξι μήνες μετά τον αρχικό εμβολιασμό. Αναμνηστική δόση στον γενικό πληθυσμό χορηγούν επίσης οι: Ρωσία, Αυστρία, Τσεχία, Δομινικανή Δημοκρατία, Ουγγαρία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Πολύ περισσότερες χώρες συστήνουν χορήγηση αναμνηστικής δόσης σε ανοσοκατεσταλμένους ασθενείς, σε ηλικιωμένα άτομα και άλλες ομάδες υψηλού κινδύνου όπως οι υγειονομικοί. Τέτοιες είναι το Βέλγιο, η Βρετανία, ο Καναδάς, η Κίνα, η Δανία, το Εκουαδόρ, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ινδονησία, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Σερβία, η Νότια Κορέα και η Ισπανία. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις χωρών που συνιστούν ενισχυτικές δόσεις για όσους έχουν λάβει τα κινεζικά εμβόλια της Sinovac και της Sinopharm. Αυτές είναι η Καμπότζη, η Χιλή, η Ταϊλάνδη, η Ουρουγουάη και η Τουρκία.

Τι δείχνουν τα στοιχεία στο Ισραήλ

Το Ισραήλ είναι εκείνο που δείχνει στον υπόλοιπο κόσμο τα πρώτα αποτελέσματα από τη χορήγηση της τρίτης δόσης στον πληθυσμό. Οπως αναφέρει ο κ. Δημόπουλος, «δημοσιεύθηκε προσφάτως στην επιστημονική επιθεώρηση “The New England Journal of Medicine” ανάλυση η οποία βασίστηκε σε δεδομένα 1.137.804 ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω που είχαν λάβει δύο δόσεις του εμβολίου των Pfizer/BioNTech τουλάχιστον πριν από 5 μήνες. Στις 12 ημέρες μετά την ενισχυτική τρίτη δόση, το ποσοστό των επιβεβαιωμένων λοιμώξεων COVID-19 ήταν σημαντικά μικρότερο μεταξύ όσων έλαβαν τρίτη δόση συγκριτικά με όσους δεν είχαν λάβει τρίτη δόση, και ακόμα μικρότερο ήταν το ποσοστό των σοβαρών λοιμώξεων COVID-19».

Σε ό,τι αφορά τις παρενέργειες μετά τη χορήγηση αναμνηστικής δόσης, πρόσφατα δεδομένα από το Ισραήλ δείχνουν ότι είναι ήπιες και υποχωρούν εντός μερικών ημερών. Μελέτη σε 9.200 ενηλίκους που έλαβαν τρίτη δόση του εμβολίου των Pfizer/BioNTech την οποία διεξήγαγε η Maccabi Health Services, ένας από τους μεγαλύτερους παρόχους Υγείας στο Ισραήλ, έδειξε ότι οι συχνότερες παρενέργειες ήταν ο πόνος στο σημείο της ένεσης (57%), ο πονοκέφαλος (36%), η μυαλγία (26%), η αρθραλγία (14%), ο πυρετός άνω των 38 βαθμών Κελσίου (9%) και ο πυρετός μέχρι 38 βαθμούς Κελσίου (8%).