Η ανθρωπότητα θα πρέπει να θυσιάσει ένα μικρό μέρος του παγκόσμιου ΑΕΠ για να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή.

Αν δεν το κάνει, το οικονομικό κόστος θα είναι πολλαπλάσιο.

Ενόψει της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή που ξεκίνησε στη Γλασκώβη της Σκοτίας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εκτίμησε ότι για τον μηδενισμό των καθαρών εκπομπών άνθρακα μέχρι το 2050 απαιτούνται πρόσθετες επενδύσεις που αντιστοιχούν στο 0,6-1% του παγκόσμιου GDP τις επόμενες δεκαετίες. Αυτό θα σήμαινε ότι ο τελικός λογαριασμός θα έφτανε τα 12-20 τρισεκατομμύρια δολάρια.

Ακόμα μεγαλύτερες ήταν οι εκτιμήσεις 44 οικονομολόγων που απάντησαν σε έρευνα του Reuters. Οι περισσότεροι υπολογίζουν ότι για την επίτευξη της λεγόμενης ουδετερότητας άνθρακα έως το 2050 απαιτούνται επενδύσεις που αντιστοιχούν στο 2-3% του παγκόσμιου ΑΕΠ ετησίως, ή συνολικά 44 τρισεκατομμύρια δολάρια τα επόμενα 30 χρόνια.

Η υψηλότερη εκτίμηση στην έρευνα του Reuters ήρθε από τον Τζέιμς Νίξον του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, σύμφωνα με τον οποίο ο μηδενισμός των καθαρών εκπομπών άνθρακα θα απαιτήσει επενδύσεις σχεδόν 140 τρισεκατομμυρίων έως το 2050.

Συγκριτικά, τα μέτρα που λήφθηκαν από τον Ιανουάριο του 2020 για την αντιμετώπιση της πανδημίας κόστισαν συνολικά το 10,2% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, ή 10,8 τρισεκατομμύρια.

Το γιγάντιο κόστος της αδράνειας

«Παρόλο που τα μέτρα μπορεί να είναι ακριβά και δυνητικά επώδυνα, πιστεύω πως είναι αρμοδιότητα των οικονομολόγων να δείξουν ότι το να μην κάνουμε τίποτα είναι ακόμα πιο ακριβό» σχολίασε ο Νίξον.

Οι περισσότεροι οικονομολόγοι συμφώνησαν ότι το κόστος της αδράνειας είναι ωστόσο πολύ μεγαλύτερο από το κόστος των μέτρων για την συγκράτηση της παγκόσμιας θέρμανσης.

Σύμφωνα με τον μέσο όρο των απαντήσεων στην έρευνα του Reuters, αν η μέση θερμοκρασία του πλανήτη αφεθεί να ανέβει κατά 4,4 βαθμούς Κελσίου έως το τέλος του αιώνα, το κόστος των επιπτώσεων θα έφτανε το 2,4% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2030, το 10% το 2050 και το 18% το 2100.

Αν αντίθετα η διεθνής κοινότητα καταφέρει να συγκρατήσει την άνοδο της θερμοκρασίας στον 1,4 βαθμό έως το 2100, η οικονομική απώλεια θα περιοριζόταν στο 2,0% το 2030, το 2,3% το 2050 και το 2,5% το 2100.

Σύμφωνα δε με περυσινή έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η αποτυχία αντιμετώπισης της κλίματικής αλλαγής θα οδηγήσει σε αύξηση τιμών σε τρόφιμα και άλλα αγαθά λόγω των ακραίων καιρικών φαινομένων, της ερημοποίησης και της ανόδου της στάθμης των ωκεανών.

Απαισιοδοξία

Παρόλο που οι ερωτήσεις του Reuters απαντήθηκαν από κορυφαίους οικονομολόγους του κλίματος, υπάρχουν κι αυτοί που θεωρούν ότι το κόστος δεν είναι εύκολο να ποσοτικοποιηθεί. Εκτός από το οικονομικό κόστος, εξάλλου, υπάρχει και το ανθρώπινο κόστος από τους καύσωνες, τις ξηρασίες και τις πλημμύρες που ήδη προκαλεί η παγκόσμια θέρμανση.

«Η κλιματική αλλαγή σπάει την εργαλειοθήκη των οικονομολόγων» σχολίασε ο Έρικ Νόιμαγιερ του London School of Economics.

«Είναι ύβρις για τους οικονομολόγους να λένε πως η ζημιά θα είναι Χ ποσοστό του ΑΕΠ. Ως οικονομολόγοι, θα πρέπει να ακούμε τους επιστήμονες που μας λένε για τις καταστροφικές επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.

Στη Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Κλίμα, γνωστή ως COP26, οι κυβερνήσεις σχεδόν όλων των χωρών του κόσμου καλούνται να παρουσιάσουν νέους στόχους για τη μείωση των εκπομπών προκειμένου η αύξηση της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει τους 1,5-2,0 βαθμούς έως το 2100, σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα.

Σε ερώτηση του Reuters για την πιθανότητα επιτυχίας, ο πεσιμισμός κυριάρχησε, με 32 από τους 44 οικονομολόγους που ρωτήθηκαν να προβλέπουν αποτυχία των διαπραγματεύσεων.