Η covid-19 μπορεί να υπερτριπλασιάσει την πιθανότητα να διαγνωστεί κανείς με διαβήτη τύπου 2 μέσα σε ένα χρόνο από τη μόλυνση, σύμφωνα με μια νέα καναδική μελέτη.

Άνδρες που είχαν έστω και ήπια νόσηση είχαν σημαντικά περισσότερες πιθανότητες (συγκριτικά με εκείνους που δεν είχαν μολυνθεί) να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 2, χρόνια πάθηση που επηρεάζει τον τρόπο που το σώμα μετατρέπει την τροφή σε ενέργεια.

Για τις γυναίκες ο κίνδυνος δεν φάνηκε να αυξάνεται εκτός αν εκδήλωναν βαριά συμπτώματα.

Διαβάστε επίσης: Long covid: Πότε ο εμβολιασμός μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο;

Τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες που είχαν σοβαρά συμπτώματα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Οι άνθρωποι που νοσηλεύονταν για θεραπεία Covid-19 είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο να διαγνωστούν με διαβήτη τύπου 2 και όσοι εισήχθησαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας είχαν περισσότερο από τριπλάσιο.

«Αυτό προκαλεί σίγουρα μια ανησυχία όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις» αναφέρει ο ερευνητής και καθηγητής στο University of British Columbia δρ Naveed Z. Janjua.

Γιατί ο κορωνοϊός αυξάνει τον κίνδυνο διαβήτη;

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο JAMA Network Open. Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα υγείας από το 2020 και το 2021 για 629.935 άτομα, το 20% των οποίων είχε διαγνωστεί με κορωνοϊό κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου.

Τα περισσότερα άτομα στη μελέτη δεν είχαν εμβολιαστεί επειδή τα εμβόλια δεν ήταν ευρέως διαθέσιμα τότε. Η περίοδος παρακολούθησης ήταν 257 ημέρες.

Σε σχόλιό τους που δημοσιεύθηκε μαζί με την μελέτη, οι ερευνητές εξηγούν ότι η σύνδεση είναι λογική επειδή είναι γνωστό ότι ο κορωνοϊός επηρεάζει το πάγκρεας, το οποίο παράγει την ινσουλίνη.

Η ινσουλίνη είναι μια ορμόνη που βοηθά το σώμα να ρυθμίσει το σάκχαρο στο αίμα, λειτουργία που δεν είναι ομαλή στα άτομα με διαβήτη.

«Μια τέτοια επιβάρυνση, όπως η λοίμωξη covid-19, μπορεί να μεταφέρει έναν ασθενή από μια προδιαβητική κατάσταση σε εμφάνιση διαβήτη» αναφέρουν οι ερευνητές.

Υπολογίζοντας το αυξημένο μοτίβο διαγνώσεων διαβήτη μετά τη μόλυνση από τον κορωνοϊό, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι θα μπορούσε να αυξήσει το ποσοστό εμφάνισης της νόσου στον γενικό πληθυσμό κατά 3% έως 5% συνολικά.