Νέα στοιχεία σχετικά με τον άξονα εντέρου-εγκεφάλου αποκαλύπτουν πώς τα μικρόβια που βρίσκονται στο έντερο, γνωστά και με τον όρο μικροβίωμα, επηρεάζουν την διάθεσή μας. Ακόμα και μετά από πολλές έρευνες, οι ειδικοί εξακολουθούν να εκπλήσσονται από τον τρόπο που το μικροβίωμα μπορεί να επηρεάσει την λειτουργία του πανίσχυρου ανθρώπινου εγκεφάλου.

Η επικοινωνία τους επιτυγχάνεται μέσω τριών διαφορετικών καναλιών ενώ κάθε κανάλι επικοινωνίας έχει τα χαρακτηριστικά του. Ορισμένα είναι γρήγορα και άμεσα ενώ άλλα μπορεί να είναι ήπια και πιο διακριτικά. Εάν έχετε πάθει ποτέ τροφική δηλητηρίαση, τότε γνωρίζετε ότι η αντίδραση του οργανισμού είναι άμεση και ισχυρή.

Διαβάστε επίσης: Καρδιά: Πώς επηρεάζεται από το μικροβίωμα του εντέρου;

Όταν το έντερό σας εντοπίζει επιβλαβή μικρόβια, τότε αισθάνεστε την άμεση ανάγκη να κατευθυνθείτε στο μπάνιο. απευθείας. Από την άλλη πλευρά, όταν απολαμβάνετε ένα ζεστό μπολ με πλιγούρι βρώμης, η διάθεσή σας μπορεί να αλλάζει, με αποτέλεσμα να χαλαρώνετε και να νιώθετε πιο ήρεμοι.

Πώς επικοινωνούν έντερο και εγκέφαλος;

Τα τρία κύρια κανάλια επικοινωνίας μεταξύ του εγκεφάλου και του εντέρου περιλαμβάνουν το νευρικό σας σύστημα, το ανοσοποιητικό και το ενδοκρινικό σας σύστημα. Το κυκλοφορικό και το λεμφικό σύστημα παίζουν επίσης βοηθητικούς ρόλους, αλλά αυτά τα τρία πρώτα είναι τα κυρίαρχα.

Ωστόσο, κάθε σύστημα αλληλεπιδρά με τα άλλα, αναφέρουν ερευνητές και ειδικοί.

Μέσω του νευρικού συστήματος

Το νευρικό σύστημα μεταδίδει πληροφορίες προς και σε όλο τον εγκέφαλό σας. Επικοινωνεί χρησιμοποιώντας χημικές ουσίες που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές. Το… «στυλ επικοινωνίας» του είναι γρήγορο από σημείο σε σημείο και χαρακτηρίζεται από την σύντομη δράση.

Το εντερικό νευρικό σύστημα που ρυθμίζει το έντερο ονομάζεται συχνά «δεύτερος εγκέφαλος του σώματος». Αν και δεν μπορεί να λύσει εξισώσεις, αυτό το εκτεταμένο δίκτυο χρησιμοποιεί τις ίδιες χημικές ουσίες και τα ίδια κύτταρα με τον εγκέφαλο για να μας βοηθήσει να αφομοιώσουμε την τροφή ενώ ειδοποιεί και τον εγκέφαλο, στέλνοντας σήματα.

Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν ειδοποιήσεις κορεσμού, ευχαρίστησης ή ένδειξης ότι κάτι δεν πάει καλά.

Μέσω του ανοσοποιητικού

Το ανοσοποιητικό σύστημα είναι πάντα προετοιμασμένο για να αντιμετωπίσει παθογόνα. Χρησιμοποιεί πρωτεΐνες που ονομάζονται κυτοκίνες για να σηματοδοτήσει τη δυσφορία. Μπορεί να επικοινωνήσει γρήγορα, αλλά η επείγουσα χημική του επίδραση μπορεί να είναι αρκετά σκληρή ώστε να προκαλέσει βλάβη στους ιστούς.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, τις πρώτες 1.000 ημέρες της ζωής σας, το ανοσοποιητικό σας σύστημα «μαθαίνει» να δέχεται τα καλά βακτήρια του εντέρου σας, ενώ παραμένει σε εγρήγορση έναντι των παθογόνων. Τα κύτταρα του ανοσοποιητικού, που ονομάζονται Τ κύτταρα, μπορούν να αναγνωρίσουν τα ευεργετικά βακτήρια και να περιορίσουν κάθε προσπάθεια καταστροφής τους.

Μετά από αυτή την πρώιμη εκπαίδευση, το ανοσοποιητικό σας σύστημα προσπαθεί να καταπολεμά τα επιβλαβή ενώ παράλληλα προστατεύει τα καλά μικρόβια του εντέρου.

Μέσω του ενδοκρινικού συστήματος

Το ενδοκρινικό σύστημα χρησιμοποιεί ορμόνες για την παρακολούθηση και τη διαχείριση της ανάπτυξης και του μεταβολισμού. Οι αδένες του επικοινωνούν εκκρίνοντας αυτές τις ορμόνες στο αίμα, στέλνοντας σήματα σε ολόκληρο το σώμα. Οι λειτουργίες του είναι πιο αργές και συστημικές, έχουν όμως  μεγαλύτερη διάρκεια δράσης από εκείνες των άλλων δύο συστημάτων.

Ο υποθάλαμος, η υπόφυση και τα επινεφρίδια συνδέουν το έντερο με τον εγκέφαλο, σχηματίζοντας τον λεγόμενο άξονα HPA (από τα αρχικά των λέξεων, Hypothalamus (υποθάλαμος), Pituitary (υπόφυση), Adrenal (επινεφρίδια).

Όπως αναφέρουν οι ειδικοί, μόλις ο υποθάλαμος αισθανθεί στρες, δίνει σήμα στην υπόφυση να απελευθερώσει χημικές ουσίες που θα προκαλέσουν την παραγωγή κορτιζόλης από τα επινεφρίδια.

Η κορτιζόλη αυξάνει το σάκχαρο στο αίμα απελευθερώνοντας την αποθηκευμένη γλυκόζη, ενώ η ινσουλίνη μειώνει το σάκχαρο στο αίμα. Τα χρόνια υψηλά επίπεδα κορτιζόλης μπορεί να οδηγήσουν σε επίμονα υψηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα (υπεργλυκαιμία), η οποία με την σειρά της μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2.

Τα αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης είναι πιθανό να καταστείλουν και το ανοσοποιητικό σας, με αποτέλεσμα να είστε πιο επιρρεπείς σε κρυολογήματα και μεταδοτικές ασθένειες. Για αυτό, οι ειδικοί συνιστούν να υιοθετείτε συνήθειες που σας βοηθήσουν να διαχειρίζεστε το στρες, ώστε να μειώσετε τα επίπεδά του αλλά και τις επιπτώσεις του στο σώμα.