Ίσως ο ρόλος του παρατηρητή να με βοηθά ώστε να έχω μια πιο ξεκάθαρη εικόνα και να κάνει πιο εύκολη τη δουλειά μου να γράψω για αυτό το ζήτημα ως δημοσιογράφος.

Όμως, κάθε φορά που αναλογίζομαι την τεράστια –η αλήθεια είναι– ευθύνη που έχουν διαχρονικά οι γονείς, αλλά ιδιαίτερα οι σημερινοί, με πιάνει τουλάχιστον πονοκέφαλος. Αρκεί μόνο να φέρω στον νου τις αγωνίες του πατέρα και της μητέρας μου –και δεν τις θυμάμαι όλες– για να μεγαλώσουν εμένα και τα τρία αδέλφια μου.

Παρακολουθώντας σήμερα νέους γονείς με μικρά παιδιά ή εκείνους που έχουν γιους και κόρες στην εφηβεία ή στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσής τους, ομολογώ πως έχω προβληματιστεί ιδιαίτερα.

Άραγε είναι τόσο μεγάλο το βάρος της ευθύνης της ανατροφής παιδιών που εγώ δεν το αντέχω και έχω οδηγηθεί –προς το παρόν, τουλάχιστον– στη συνειδητή επιλογή να μην έχω παιδιά;

Ναι, είναι, απαντώ κάθε φορά που θέτω στον εαυτό μου το συγκεκριμένο ερώτημα και προσπαθώ να βάζω λίγο στην άκρη αυτό που σχεδόν όλοι οι γονείς συνηθίζουν να μου λένε: Ο ερχομός ενός παιδιού σού αλλάζει τη ζωή, τις προτεραιότητες, σε ολοκληρώνει ως άνθρωπο και σε μαγεύει, κάνοντας για λίγο και εσένα παιδί.

Όμως, υπάρχουν στιγμές που σωματικά και ψυχολογικά δοκιμάζουν την υπομονή και τις αντοχές σου και τότε εσύ αλλά και τα παιδιά σου… ανακαλύπτετε την καθημερινότητα και προσγειώνεστε απότομα στη σκληρή πραγματικότητα.

Φύσει αισιόδοξος άνθρωπος και με αγαθές προθέσεις, τα ακούω όλα αυτά καλόπιστα και είμαι σίγουρος ότι έτσι είναι. Ίσως το να μεγαλώνεις ένα παιδί είναι η μεγαλύτερη πρόκληση στη ζωή ενός ανθρώπου.

Στο πανεπιστήμιο υπάρχουν όλες οι σχολές, εκτός από τη σχολή της ζωής, έλεγε η γιαγιά μιας φίλης μου.

Αν υπήρχε, όλοι οι απόφοιτοι γονείς θα είχαν έναν οδηγό ανατροφής και θα έκαναν ίσως λιγότερα λάθη. Οι γονείς κάνουν λάθη, έκαναν από παλιά και είναι σχεδόν ουτοπικό να πιστεύουμε ότι δεν θα συνεχίσουν να κάνουν και στο μέλλον.

Τουλάχιστον, ας κάνουν τα λιγότερα, σήμερα ειδικά που έχουν πρόσβαση στην πληροφορία, η αξιοποίηση της οποίας θεωρώ πως είναι κλειδί που ανοίγει το πιο σημαντικό κεφάλαιο στη σχέση τους με τα παιδιά τους, και αυτό δεν είναι άλλο από την εμπιστοσύνη.

Οι γονείς παλιότερα στο μεγάλωμα των παιδιών τους ακολουθούσαν κατά κύριο λόγο το ένστικτό τους, με οδηγό τους την αγάπη τους για αυτά. Το ίδιο κάνουν και σήμερα, με λιγότερα λάθη, θέλω να ελπίζω, ενοχές, αυστηρότητα, παρεμβατικότητα και περιορισμούς και περισσότερες αγκαλιές, επικοινωνία, χρόνο και ουσιαστικό ενδιαφέρον.

Το «γονιός γεννιέσαι και δεν γίνεσαι» ή το αντίθετο το ακούω πλέον βερεσέ. Ξεκαθαρίζω ωστόσο ότι είμαι πεπεισμένος πως κάποιοι άνθρωποι δεν θέλουν, δεν μπορούν και δεν πρέπει να γίνονται γονείς. Θέλω όμως να μπω λίγο και στη θέση του κάθε παιδιού.

Του παιδιού που υπήρξα κι εγώ, της ανιψιάς μου που ξεκίνησε φέτος το πανεπιστήμιο και της άλλης, της μικρής, που πήγε παιδικό τον Σεπτέμβριο, αλλά και στη θέση του ανιψιού μου που κλείνει σε λίγο τα δύο του χρόνια. Αγάπη, ασφάλεια και έμπρακτο ενδιαφέρον.

Αυτά θέλουν να αισθάνονται τα παιδιά, τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια της ζωής τους, επαναλαμβάνουν μονότονα οι ψυχολόγοι. Πόσοι γονείς το πετυχαίνουν αυτό; Το ζήτημα δεν είναι ποσοστιαίο αλλά ουσιαστικό.

Πόσοι συνειδητά γίνονται γονείς και πόσοι έγιναν επειδή απλώς το ήθελαν ή για να διαιωνίσουν το είδος, ακολουθώντας τις κοινωνικές επιταγές; Η επιθυμία μου να αποκτήσω παιδιά με μετατρέπει αυτόματα και σε καλό γονιό; Και τι σημαίνει καλός γονιός; Στο τελευταίο ερώτημα οι απαντήσεις που μπορεί να πάρει κάποιος είναι τόσες πολλές και υποκειμενικές όσοι και οι γονείς.

Για μένα, καλός γονιός είναι εκείνος που είναι καλά με τον εαυτό του και με τον/τη σύντροφο που έχει επιλέξει να κάνουν μαζί αυτό το συναρπαστικό ταξίδι της γονεϊκότητας. Τότε και μόνο τότε θα είναι καλά και με τα παιδιά του. Και αυτό είναι το πιο σημαντικό, γιατί αυτό το αντιλαμβάνεται και το συναισθάνεται κάθε παιδί. Είναι η μεγάλη προίκα του ως ενήλικας.