Κάποιος συνεχίζει να στέλνει μηνύματα ενώ οδηγεί, παρότι έχει ήδη δεχτεί κλήσεις. Άλλος ξοδεύει περισσότερα απ’ όσα βγάζει, παρά τα αυξανόμενα χρέη. Ενώ για τους περισσότερους ανθρώπους η εμπειρία μιας αρνητικής συνέπειας λειτουργεί αποτρεπτικά, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που επαναλαμβάνει βλαβερές συμπεριφορές και λάθη, ακόμα κι όταν το κόστος είναι ξεκάθαρο.
Νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Communications Psychology αποκαλύπτει το γιατί. Οι ερευνητές εντόπισαν τρεις βασικούς τύπους συμπεριφοράς όσον αφορά την ικανότητά μας να μαθαίνουμε από την τιμωρία.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 24 χώρες και βασίστηκε σε ένα διαδικτυακό παιχνίδι στο οποίο οι συμμετέχοντες έπρεπε να αποφεύγουν αποφάσεις που οδηγούσαν σε «τιμωρία» – απώλεια πόντων. Οι ερευνητές κατέγραψαν τρία διαφορετικά προφίλ:
- Ευαίσθητοι (26%): Μαθαίνουν γρήγορα από τις συνέπειες. Αντιλαμβάνονται τη σύνδεση ανάμεσα στις πράξεις και το κόστος τους και προσαρμόζονται αναλόγως.
- Ανυποψίαστοι (47%): Δεν εντοπίζουν εύκολα τι προκαλεί τη ζημιά. Όμως, όταν τους παρέχεται σαφής και συγκεκριμένη πληροφόρηση, αλλάζουν συμπεριφορά.
- Καταναγκαστικοί (27%): Παρότι κατανοούν πού κάνουν λάθος (και μάλιστα το αποδεικνύουν σε τεστ κατανόησης), συνεχίζουν να επαναλαμβάνουν την ίδια ζημιογόνα συμπεριφορά.
Δεν είναι θέμα θέλησης, είναι θέμα εγκεφαλικής λειτουργίας
Η έρευνα δείχνει ότι η αδυναμία αλλαγής δεν οφείλεται σε πείσμα ή «χαρακτήρα», αλλά σε δύο διακριτές γνωστικές δυσκολίες:
- Δυσκολία αιτιακής συσχέτισης: Άτομα που δεν μπορούν να συνδέσουν σωστά μια πράξη με το αποτέλεσμά της, ακόμη και αν το βιώνουν.
- Δυσκολία μεταφοράς γνώσης σε πράξη: Άτομα που γνωρίζουν τι πρέπει να κάνουν, αλλά αδυνατούν να αλλάξουν συμπεριφορά στην πράξη – ένα είδος «εσωτερικού μπλοκαρίσματος».
Γιατί δεν αρκεί η πληροφορία ή η τιμωρία για να διορθώσουμε τα λάθη μας
Η μελέτη έχει σημαντικές προεκτάσεις: δείχνει ότι πολιτικές που βασίζονται μόνο στην τιμωρία (π.χ. πρόστιμα, αυστηρά όρια) δεν είναι αποτελεσματικές για όλους. Ειδικά για το 27% των «καταναγκαστικών» ατόμων, η προσέγγιση πρέπει να είναι πιο σύνθετη και στοχευμένη.
Για παράδειγμα, ενώ οι «ανυποψίαστοι» ωφελούνται από καθαρή, κατανοητή πληροφόρηση (π.χ. οδηγίες, προειδοποιήσεις, συμβουλευτική), οι «καταναγκαστικοί» χρειάζονται υποστήριξη που να γεφυρώνει τη γνώση με τη συμπεριφορά, όπως ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις ή καθοδήγηση που στοχεύει σε αλλαγή συνηθειών.
Το πιο εντυπωσιακό εύρημα; Οι ερευνητές επανέλεγξαν τους συμμετέχοντες μετά από έξι μήνες και διαπίστωσαν ότι τα μοτίβα συμπεριφοράς παρέμεναν σχεδόν αμετάβλητα. Δεν πρόκειται, δηλαδή, για στιγμιαίες διαθέσεις ή επιπολαιότητες – αλλά για σταθερά γνωστικά μοτίβα που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων μακροπρόθεσμα.
Τι σημαίνει αυτό για την κοινωνία και τις πολιτικές αλλαγής συμπεριφοράς
Τα ευρήματα της μελέτης μάς βοηθούν να επανεξετάσουμε την προσέγγισή μας σε σημαντικά ζητήματα, από την οδική ασφάλεια μέχρι την υπερχρέωση και την κατανάλωση ουσιών. Η βασική ιδέα είναι ότι δεν λειτουργούν όλες οι παρεμβάσεις σε όλους με τον ίδιο τρόπο.
Αντί για οριζόντια μέτρα, χρειαζόμαστε προσωποποιημένες λύσεις που να λαμβάνουν υπόψη τις γνωστικές δυνατότητες και τα εμπόδια κάθε ατόμου.
Τελικά, δεν αλλάζουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο και αυτό πρέπει να το λάβουμε σοβαρά υπόψη.
Αυτή η νέα προσέγγιση δεν έχει σκοπό να δικαιολογήσει την ανεύθυνη συμπεριφορά. Αλλά μάς προσκαλεί να δούμε τη λήψη αποφάσεων όχι μόνο ως θέμα βούλησης ή ηθικής, αλλά και ως αντανάκλαση του πώς λειτουργεί – ή δεν λειτουργεί – το μυαλό μας.