Φράσεις όπως: «Δεν μοιάζεις με κανέναν/καμία από όσους/όσες έχω γνωρίσει» ή «Είσαι ξεχωριστός/ή», ίσως μας φέρνουν βαθιά ικανοποίηση. Ένα τέτοιου είδους κομπλιμέντο αγγίζει ένα ευαίσθητο σημείο: ένα μέρος του εαυτού μας που πάντα λαχταρούσε να γίνει αποδεκτό ακριβώς για όσα το κάνουν να διαφέρει. Τέτοια λόγια όμως, μπορούν στην πραγματικότητα να μας ωθήσουν στο να παίξουμε έναν ρόλο στις σχέσεις μας αντί απλά να είμαστε εμείς.
Το πρόβλημα ουσιαστικά δεν είναι να σε λέει κανείς ξεχωριστό/ή. Το πρόβλημα προκύπτει όταν αυτή η «διαφορετικότητα» γίνεται όρος για να αγαπηθείς. Όταν αισθάνεσαι ότι πρέπει να αποδείξεις την αξία σου μέσα από συγκρίσεις και επιδόσεις.
Κομπλιμέντο ή αποδοχή υπό προϋποθέσεις;
Πολλοί άνθρωποι κουβαλάμε μέσα μας την αίσθηση ότι δεν… ανήκουμε πραγματικά. Έτσι, όταν κάποιος μας λέει: «Δεν είσαι σαν τους άλλους/ τις άλλες», νιώθουμε επιβεβαίωση, ακόμα και παρηγοριά. Ότι επιτέλους κάποιος/α βλέπει την μοναδικότητά μας. Αλλά αυτό το κομπλιμέντο που ακούγεται σαν αναγνώριση, μπορεί να ενισχύσει την αίσθηση απομόνωσης, τοποθετώντας μας έξω από τον κύκλο των «συνηθισμένων ανθρώπων». Και όταν βρισκόμαστε εκτός, γίνεται πιο δύσκολο να χαλαρώσουμε και να ρίξουμε τις άμυνές μας.
Σχετική μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Communications Research Reports έδειξε ότι όταν οι άνθρωποι αρχίζουν να αγχώνονται για το πώς φαίνονται στις κοινωνικές τους αλληλεπιδράσεις, εξαντλούνται πιο εύκολα, απολαμβάνουν λιγότερο τη στιγμή και νιώθουν λιγότερο συνδεδεμένοι διότι αισθάνονται ότι πρέπει να διατηρήσουν μια συγκεκριμένη εικόνα, συχνά εις βάρος της αυθεντικότητάς τους.
Σαν αποτέλεσμα, ενώ το να θεωρούμαστε «διαφορετικοί» μπορεί αρχικά να φαίνεται κολακευτικό, μπορεί να μας παγιδεύει σε μια αθόρυβη διαδικασία αυτοπαρατήρησης, καταπίεσης των αναγκών μας και φόβου μήπως κάνουμε κάποιο λάθος. Τελικά, αυτό που μοιάζει με βάθρο, ίσως είναι απλώς ένας προβολέας που αργά ή γρήγορα σβήνει…
Σε μια ρομαντική σχέση, αυτό το κομπλιμέντο που αρχικά μοιάζει με θαυμασμό, αντί να χτίζει οικειότητα, δημιουργεί μια αξία βασισμένη στην απόδοση: δεν σε αγαπούν γι’ αυτό που είσαι, αλλά για το πόσο καλά διατηρείς την περσόνα που κάποιος/α θαυμάζει. Σχόλια όπως: «Δεν είσαι σαν τα άλλα κορίτσια/αγόρια», «Δεν είσαι τόσο απαιτητικός/ή όπως ο/η πρώην μου», δεν αναγνωρίζουν ποιος/α είσαι εσύ. Μειώνουν τους άλλους για να ανυψώσουν εσένα ως μια πιο… βολική επιλογή. Και το χειρότερο; Το ίδιο άτομο που σου είπε «δεν είσαι σαν τους άλλους», μπορεί μια μέρα να πει: «Έχεις αλλάξει» ή «Τελικά είσαι όπως όλοι οι άλλοι». Εν τω μεταξύ, δεν άλλαξες. Απλώς έγινες πιο αληθινός/ή.
Άλλη έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Self and Identity έδειξε πως τα άτομα με υψηλό άγχος προσκόλλησης (που ανησυχούν περισσότερο για την αποδοχή και την απόρριψη) παρουσιάζουν αυξημένη ανάγκη για την διαμόρφωση της εικόνας τους όταν πρόκειται να αλληλεπιδράσουν με άλλα ζευγάρια. Η κοινωνική σύγκριση εντείνει την ανάγκη να “προβάλλουμε” τον εαυτό μας, ιδίως όταν ήδη αμφισβητούμε την αξία μας.
Με άλλα λόγια, αν ήδη κανείς φοβάται ότι δεν αξίζει την αγάπη, το να χαρακτηριστεί «ξεχωριστό/ή» μπορεί να ενισχύσει αυτόν τον φόβο. Και όταν αρχίζουμε να λειτουργούμε μόνο για να εξασφαλίσουμε αποδοχή, χάνουμε την αυθεντικότητά μας. Η κολακεία λοιπόν γίνεται παγίδα. Η αγάπη ξεκινά με επαίνους, αλλά καταλήγει στην απώλεια του εαυτού. Και όταν τελικά εμφανιστεί το πραγματικό μας «εγώ», τότε η εκτίμηση μπορεί να εξαφανιστεί.
Οι υγιείς συνδέσεις δεν βασίζονται σε συγκρίσεις και φαντασιώσεις
Θα αναγνωρίσεις μια ουσιαστική σχέση από το γεγονός ότι δεν σου ζητά να ανταγωνιστείς το παρελθόν κανενός. Δεν σε επιβραβεύει επειδή είσαι «καλύτερος/η» από κάποιον/α άλλον/άλλη. Αντίθετα, δημιουργεί χώρο για ολόκληρη την συναισθηματική, ατελή, ανθρώπινη υπόστασή σου — και επιλέγει να είναι εκεί μαζί σου.
Οι αληθινές, σταθερές συνδέσεις φαίνονται μέσα από κομπλιμέντα που βασίζονται σε συγκεκριμένες πράξεις και εμπειρίες του παρόντος — όχι σε ασαφείς συγκρίσεις ή εξιδανικευμένες αντιλήψεις για το «πόσο ξεχωριστός/ή» είσαι.
Το να σε βλέπουν ως μοναδικό/ή μπορεί να είναι υπέροχο. Αλλά χρειάζεται προσοχή όταν αυτή η «μοναδικότητα» συνοδεύεται από πίεση να διατηρήσεις μια φαντασίωση — ή, ακόμη χειρότερα, όταν χτίζεται πάνω στην υποτίμηση άλλων.