Για δεκαετίες, οι επιστήμονες προσπαθούν να κατανοήσουν γιατί τα θηλυκά ζώα (συμπεριλαμβανομένων των γυναικών) ζουν περισσότερο από τα αρσενικά. Πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη σε ζωολογικούς κήπους σε όλο τον κόσμο αποκαλύπτει ότι η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στον τρόπο ζωής: Ακόμη και όταν τα αρσενικά ζουν σε πλήρως ελεγχόμενα, ασφαλή περιβάλλοντα, με άφθονη τροφή, χωρίς θηρευτές και με εξαιρετική ιατρική φροντίδα, εξακολουθούν να πεθαίνουν νωρίτερα από τα θηλυκά. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι το χάσμα στο προσδόκιμο ζωής μεταξύ των φύλων δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τις περιβαλλοντικές συνθήκες, αλλά έχει ισχυρή βιολογική βάση.

Η διεθνής ερευνητική ομάδα, υπό την καθοδήγηση του Ινστιτούτου Max Planck για την Εξελικτική Ανθρωπολογία, ανέλυσε δεδομένα από 528 είδη θηλαστικών και 648 είδη πτηνών. Το 72% των θηλυκών ειδών ζούσαν, κατά μέσο όρο, 12% περισσότερο από τα αρσενικά του ίδιου είδους, ποσοστό που παρέμενε σταθερό ακόμη και όταν εξαλείφθηκαν σχεδόν όλοι οι εξωτερικοί κίνδυνοι. Η σταθερότητα αυτού του μοτίβου, σε είδη τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο τα ελάφια, οι νυχτερίδες και τα πρωτεύοντα, υποδηλώνει ότι οι ρίζες του φαινομένου είναι εγγενείς και όχι περιβαλλοντικές.

Η σημασία του ζευγαρώματος και του ανταγωνισμού

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ευρήματα της μελέτης ήταν η σχέση ανάμεσα στο σύστημα ζευγαρώματος και τη μακροζωία. Στα μονογαμικά είδη, το προσδόκιμο ζωής αρσενικών και θηλυκών ήταν σχεδόν ίσο. Αντίθετα, στα μη μονογαμικά είδη, όπου τα αρσενικά ανταγωνίζονται έντονα μεταξύ τους για την αναπαραγωγή, τα θηλυκά ζούσαν κατά μέσο όρο 15% περισσότερο.

Ο βιολογικός ανταγωνισμός φαίνεται να έχει υψηλό τίμημα. Τα αρσενικά που επενδύουν περισσότερη ενέργεια σε χαρακτηριστικά όπως μεγαλύτερο σώμα, επιθετικότητα ή τολμηρή συμπεριφορά, τείνουν να φθείρονται ταχύτερα. Σε είδη όπως τα ελάφια ή οι αντιλόπες, όπου τα αρσενικά είναι εντυπωσιακά μεγαλύτερα από τα θηλυκά, η διαφορά στο προσδόκιμο ζωής είναι εμφανής. Αντίθετα, στα πρωτεύοντα είδη με πιο ήπιες κοινωνικές δομές, οι αποκλίσεις μειώνονται.

Τι ισχύει για τον άνθρωπο

Οι άνθρωποι δεν αποτελούν εξαίρεση. Από τα ιστορικά αρχεία της Σουηδίας του 18ου αιώνα έως τους σύγχρονους πληθυσμούς της Ιαπωνίας, τα θηλυκά διατηρούν ένα σαφές πλεονέκτημα στη μακροζωία. Μάλιστα, οι ίδιες τάσεις καταγράφονται και στα πρωτεύοντα συγγενικά είδη, όπως οι γορίλες και οι χιμπατζήδες, επιβεβαιώνοντας ότι η διαφορά δεν είναι κοινωνικό κατασκεύασμα, αλλά εξελικτικό αποτύπωμα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης ότι στους άγριους πληθυσμούς η διαφορά είναι πιο έντονη απ’ ό,τι στους ζωολογικούς κήπους. Το ασφαλές περιβάλλον περιορίζει κάπως τις ανισότητες, δεν τις εξαφανίζει όμως. Η φύση, με τους κινδύνους και τις προκλήσεις της, φαίνεται να ενισχύει τα υπάρχοντα βιολογικά πρότυπα.

Όταν η φροντίδα γίνεται πλεονέκτημα των γυναικών

Ένα ακόμη παράδοξο της έρευνας είναι ότι τα είδη όπου τα θηλυκά αναλαμβάνουν αποκλειστικά τη φροντίδα των μικρών ζουν περισσότερο. Ενώ θα περίμενε κανείς το αντίθετο, καθώς η εγκυμοσύνη και η ανατροφή απαιτούν ενέργεια και φθείρουν τον οργανισμό, τα δεδομένα δείχνουν πως η φροντίδα μπορεί να δρα προστατευτικά, ενισχύοντας τη μακροβιότητα.

Οι επιστήμονες υποθέτουν ότι η εξέλιξη ίσως «επένδυσε» στη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής των θηλυκών, ώστε να εξασφαλίζεται η επιβίωση των απογόνων, ειδικά σε είδη με παρατεταμένη περίοδο εξάρτησης, όπως τα πρωτεύοντα και ο άνθρωπος.

Τελικά η μακροζωία δεν είναι μόνο ζήτημα τύχης ή περιβάλλοντος. Είναι προϊόν μακρόχρονης εξέλιξης, όπου η φροντίδα, η κοινωνική συνοχή και η ενεργειακή «οικονομία» του οργανισμού συνθέτουν το προφίλ εκείνων που ζουν περισσότερο. Και σε αυτό το προφίλ, τα θηλυκά φαίνεται πως κρατούν –εδώ και εκατομμύρια χρόνια– ένα μικρό αλλά σταθερό προβάδισμα.