Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται άβολα με το λεγόμενο small talk, τη σύντομη, τυπική κουβέντα που κάνουμε για να «σπάσει ο πάγος». Η αμηχανία αυτή δεν είναι τυχαία: έρευνες δείχνουν ότι οι κοινωνικές συναναστροφές που στερούνται νοήματος ενεργοποιούν περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται με το άγχος και την αυτοπαρατήρηση. Με απλά λόγια, η προσπάθεια να φαινόμαστε ευχάριστοι χωρίς να λέμε κάτι ουσιαστικό μάς κουράζει περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε.
Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι αναφέρουν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι υπερεκτιμούν πόσο άβολη θα είναι μια συζήτηση με αγνώστους και υποτιμούν πόσο ευχάριστη μπορεί να εξελιχθεί. Αυτή η τάση να προεξοφλούμε το «άβολο» συχνά μας αποτρέπει από το να ξεκινήσουμε την επαφή. Επιπλέον, η ανησυχία ότι δεν θα έχουμε τι να πούμε ή ότι θα κάνουμε κάποιο λάθος ενισχύει το λεγόμενο κοινωνικό άγχος.
Ωστόσο, η εμπειρία δείχνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είναι πιο δεκτικοί και πρόθυμοι να συζητήσουν απ’ όσο περιμένουμε. Το να πιέζουμε τον εαυτό μας να συμμετάσχει σε μια συνομιλία λειτουργεί σαν μορφή «έκθεσης» στο κοινωνικό άγχος και, σταδιακά, μειώνει την έντασή του.
Από το small talk στο big talk
Οι ειδικοί προτείνουν να αλλάξουμε τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε αυτές τις σύντομες αλληλεπιδράσεις. Αντί να τις βλέπουμε ως «μικρές κουβέντες» χωρίς ουσία, μπορούμε να τις αντιμετωπίσουμε ως αφορμή για big talk, για πιο ουσιαστικές συζητήσεις που προάγουν τη σύνδεση και τη θετική διάθεση.
Έρευνες που δημοσιεύθηκαν σε επιστημονικά περιοδικά, όπως το Journal of Experimental Psychology, δείχνουν ότι οι άνθρωποι νιώθουν περισσότερη ικανοποίηση όταν οι συνομιλίες τους έχουν βάθος. Ακόμη και μια σύντομη συζήτηση αποκτά διαφορετική ποιότητα όταν στρέφεται γύρω από θέματα που αφορούν συναισθήματα, ενδιαφέροντα ή εμπειρίες, και όχι απλώς πρακτικές λεπτομέρειες όπως ο καιρός ή η κίνηση.
Η σημασία της αυθεντικότητας
Η αποτελεσματική επικοινωνία δεν στηρίζεται μόνο στις ερωτήσεις, αλλά και στην προσωπική αυθεντικότητα. Όταν κάποιος εκφράζει κάτι ειλικρινές, όπως ένα ενδιαφέρον, μια ανησυχία, ένα θετικό συναίσθημα, προσκαλεί τον συνομιλητή του να κάνει το ίδιο. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται μια ισορροπία που κάνει τη συζήτηση πιο φυσική και ουσιαστική.
Παράλληλα, η αυτοαποκάλυψη (η ελεγχόμενη και προσεκτική κοινοποίηση προσωπικών στοιχείων) φαίνεται ότι αυξάνει την εμπιστοσύνη και την εγγύτητα μεταξύ των συνομιλητών.
Η μετάβαση από το small talk στο big talk δεν σημαίνει ότι κάθε κοινωνική αλληλεπίδραση πρέπει να γίνει βαθυστόχαστη. Σημαίνει, όμως, ότι μπορούμε να επιλέγουμε θέματα που μας επιτρέπουν να συνδεθούμε περισσότερο: μια ταινία που μας προβλημάτισε, μια καθημερινή δυσκολία ή ένα σχέδιο για το μέλλον.
Όσο πιο τολμηρές και ειλικρινείς είναι οι επιλογές μας στις συζητήσεις, τόσο περισσότερο αυξάνονται οι πιθανότητες να προκύψουν στιγμές ουσιαστικής επαφής. Και αυτές οι στιγμές, σύμφωνα με την ψυχολογία της θετικής επικοινωνίας, συνδέονται με υψηλότερα επίπεδα ικανοποίησης και ψυχικής ευεξίας.
Εντέλει, το ζητούμενο δεν είναι να αποφεύγουμε τις μικρές κουβέντες, αλλά να τις εμπλουτίζουμε με αυθεντικότητα. Γιατί, όπως δείχνουν τα δεδομένα, πίσω από μια απλή ερώτηση μπορεί να κρύβεται η αρχή μιας αληθινής ανθρώπινης σύνδεσης.