Οι ορμόνες δεν ρυθμίζουν μόνο τις λειτουργίες του σώματος, όπως τον ύπνο, την ανάπτυξη ή τον μεταβολισμό, αλλά μπορούν να επηρεάσουν βαθιά και τη διάθεσή μας. Οι επιστήμονες γνωρίζουν εδώ και χρόνια ότι οι νευροδιαβιβαστές, όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη, παίζουν ρόλο στα συναισθήματα. Ωστόσο, σήμερα ανακαλύπτουν ότι και οι ίδιες οι ορμόνες μπορούν να επηρεάσουν τον εγκέφαλο και τη συμπεριφορά με τρόπους που δεν είχαμε φανταστεί.

Οι ορμόνες είναι χημικοί «αγγελιοφόροι» που παράγονται από διάφορους αδένες και κυκλοφορούν στο αίμα. Κάθε ορμόνη «κουμπώνει» σε συγκεκριμένους υποδοχείς, δίνοντας σήμα σε όργανα ή κύτταρα να δράσουν. Για παράδειγμα, η ινσουλίνη βοηθά το σώμα να απορροφήσει τη γλυκόζη και να τη χρησιμοποιήσει ως ενέργεια. Μέχρι σήμερα έχουν εντοπιστεί πάνω από 50 ορμόνες, που ρυθμίζουν σχεδόν κάθε λειτουργία του οργανισμού.

Όταν οι ορμόνες επηρεάζουν τη διάθεση

«Οι ορμόνες επηρεάζουν τα συναισθήματα και τη διάθεσή μας αλληλεπιδρώντας με τον εγκέφαλο», εξηγεί η καθηγήτρια ψυχολογίας Ναφίσα Ισμαήλ από το Πανεπιστήμιο της Οτάβα. Αυτό συμβαίνει επειδή επηρεάζουν νευρωνικές διεργασίες, όπως τη δημιουργία ή την απώλεια νευρικών κυττάρων.

Οι ψυχικές διαταραχές, όπως το άγχος και η κατάθλιψη, εμφανίζονται συχνότερα σε περιόδους έντονων ορμονικών αλλαγών, κάτι που παρατηρείται πιο συχνά στις γυναίκες. Στην παιδική ηλικία τα ποσοστά είναι παρόμοια ανάμεσα στα δύο φύλα, αλλά στην εφηβεία τα κορίτσια εμφανίζουν διπλάσιες πιθανότητες να πάσχουν από κατάθλιψη.

Πριν από την έμμηνο ρύση, η πτώση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης μπορεί να προκαλέσει ευερεθιστότητα, κόπωση ή μελαγχολία. Ορισμένες γυναίκες εμφανίζουν έντονα συμπτώματα, γνωστά ως προεμμηνορροϊκή δυσφορική διαταραχή. Αντίθετα, τα υψηλά επίπεδα οιστρογόνων πριν την ωορρηξία συνδέονται με καλή διάθεση και ενέργεια.

Ανάλογες μεταβολές παρατηρούνται και στην εγκυμοσύνη, την περίοδο μετά τον τοκετό ή την εμμηνόπαυση. Μετά τη γέννα, για παράδειγμα, η απότομη πτώση των οιστρογόνων και της προγεστερόνης οδηγεί περίπου το 13% των γυναικών σε επιλόχειο κατάθλιψη.

Και στους άνδρες;

Στους άνδρες, τα επίπεδα τεστοστερόνης μειώνονται σταδιακά με την ηλικία. Αυτό μπορεί να επηρεάσει τη διάθεση, αν και όχι σε όλους. Οι σεξουαλικές ορμόνες γενικότερα αυξάνουν τη δράση νευροδιαβιβαστών όπως η σεροτονίνη και η ντοπαμίνη, που συνδέονται με την ευχαρίστηση και τη θετική διάθεση.

Τα οιστρογόνα, από την άλλη, φαίνεται να προστατεύουν τα νευρικά κύτταρα και να ενισχύουν τη μνήμη και τα συναισθήματα, δρώντας στον ιππόκαμπο, το «κέντρο ελέγχου» του εγκεφάλου.

Το στρες και η κορτιζόλη

Όταν νιώθουμε άγχος, ο εγκέφαλος ενεργοποιεί τον λεγόμενο άξονα υποθαλάμου–υπόφυσης–επινεφριδίων. Αυτό οδηγεί στην παραγωγή κορτιζόλης, της γνωστής «ορμόνης του στρες». Η κορτιζόλη βοηθά προσωρινά τον οργανισμό να ανταποκριθεί σε δύσκολες καταστάσεις, απελευθερώνοντας ενέργεια στο αίμα.

Ωστόσο, η υπερβολική ή παρατεταμένη παραγωγή κορτιζόλης έχει αρνητικές συνέπειες: βλάπτει νευρώνες, επηρεάζει τη μνήμη, τη συγκέντρωση και τη διάθεση. Είναι ένας από τους λόγους που το χρόνιο στρες μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη ή εξάντληση.

Αντίθετα, η οκυτοκίνη (γνωστή και ως «ορμόνη της αγάπης») μειώνει τα επίπεδα κορτιζόλης και ενισχύει τα συναισθήματα ασφάλειας, εμπιστοσύνης και σύνδεσης με τους άλλους.

Ο ρόλος του θυρεοειδούς

Οι ορμόνες του θυρεοειδούς (Τ3 και Τ4) ρυθμίζουν τον μεταβολισμό και την ενέργεια του οργανισμού. Όταν βρίσκονται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα, μπορεί να προκαλέσουν έντονο άγχος ή ευερεθιστότητα. Αντίθετα, όταν είναι πολύ χαμηλά, αυξάνουν τον κίνδυνο κατάθλιψης. Η σωστή ρύθμιση των επιπέδων συνήθως αποκαθιστά και τη διάθεση.