Θλίψη, φόβο, άγχος και αβεβαιότητα είναι τα τέσσερα συναισθήματα που βιώνουν οι ασθενείς με καρκίνο πνεύμονα, με περισσότερους από 6 στους 10 ασθενείς να αντιμετωπίζουν σημαντικές επιπτώσεις στην ψυχική τους υγεία μετά τη διάγνωση.

Ο μεγαλύτερος φόβος αφορά την αποτυχία της θεραπείας ή την εξέλιξη της νόσου για το 76,71% των ασθενών.

Η μεγαλύτερη ψυχολογική επιβάρυνση, έρχεται στους ασθενείς κατά την ανακοίνωση της διάγνωσης (για το 63,62% των ασθενών), ενώ ακολουθεί η διαχείριση των παρενεργειών με 45,52%.

Τα στοιχεία αυτά προέρχονται από την μεγαλύτερη διεθνή έρευνα που έχει διεξαχθεί μέχρι σήμερα για τον ψυχολογικό και συναισθηματικό αντίκτυπο του καρκίνου του πνεύμονα.

Η έρευνα διενεργήθηκε για λογαριασμό του οργανισμού  Lung Cancer Europe (LuCE) και τους φορείς -μέλη του, με τις απαντήσεις 1.709 ασθενών και 495 φροντιστών σε 31 χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα με 146 συμμετέχοντες και τον φορέα FairLife L.C.C., ως ενεργό μέλος του LuCE.

Από τα συμπεράσματα της έρευνας, αναδεικνύεται η αγωνία, ο φόβος και η αίσθηση απομόνωσης που συνοδεύουν τη νόσο, εμπειρίες που συχνά παραμένουν αόρατες στην καθημερινή περίθαλψη. Επιπλέον,  αποκαλύπτει το γεγονός ότι πολλοί άνθρωποι που ζουν με καρκίνο του πνεύμονα δεν λαμβάνουν την ψυχολογική υποστήριξη που χρειάζονται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, τα σημαντικότερα συναισθήματα που επιβαρύνουν σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο πνεύμονα ήταν η θλίψη (58,54%), ο φόβος (56,49%), το άγχος (56,31%) και η αβεβαιότητα (55,22%).

Ο φόβος αποτυχίας της θεραπείας ή εξέλιξης της νόσου ήταν η συχνότερη συναισθηματική δυσκολία, για το 76,71% των συμμετεχόντων.

Το στάδιο που επιβάρυνε περισσότερο ψυχολογικά τους ασθενείς στη διαδρομή της φροντίδας ήταν η ανακοίνωση της διάγνωσης (63,62%), ενώ επόμενη στη σειρά ήταν η διαχείριση των παρενεργειών (45,52%).

Μετά τη διάγνωση, το 43,97% ανέφερε έντονη θλίψη, το 24,68% των ασθενών αισθάνονται παγιδευμένοι, και το 21,16% βιώνουν επίμονα συναισθήματα απελπισίας ή αναξιότητας.

Οι 9 στους 10 συμμετέχοντες βίωσαν συναισθηματικές δυσκολίες που επηρέασαν την καθημερινή τους ζωή μετά τη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα. Σχεδόν οι μισοί (46,31%) δήλωσαν ότι οι συναισθηματικές δυσκολίες διατάρασσαν «συχνά» ή «διαρκώς» την καθημερινότητα τους, ιδίως στην κοινωνική ζωή, τον τρόπο ζωής, τα οικονομικά και την εργασία.

Κατάθλιψη και αγχώδης διαταραχή

Από τους συμμετέχοντες που ανέφεραν διάγνωση κατάθλιψης (23,04%), το 23,31% διαγνώστηκε μετά την εμφάνιση καρκίνου του πνεύμονα, ενώ το 43,14% είχε ήδη διαγνωστεί και συνέχισε να την αντιμετωπίζει.

Συνολικά, το 15,16% των συμμετεχόντων παρουσίασε κατάθλιψη μετά τη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα. Άλλο ένα 15,18% ασθενών με καρκίνο πνεύμονα που δεν είχαν επίσημη διάγνωση κατάθλιψης, δήλωσε ότι αντιλαμβανόταν πως πάσχει από κατάθλιψη.

Όσον αφορά εκείνους που διαγνώστηκαν με αγχώδη διαταραχή (21,24%), το 29,45% διαγνώστηκε μετά τη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα, ενώ στο 57,24% το άγχος προϋπήρχε και συνέχισε να υφίσταται. Συνολικά, 18,36% των συμμετεχόντων είχαν αγχώδη διαταραχή μετά τη διάγνωση καρκίνου του πνεύμονα. Μεταξύ όσων δεν είχαν επίσημη διάγνωση άγχους, 15,65% αντιλαμβάνονταν ότι έχουν αγχώδη διαταραχή.

Υποστήριξη και διαχείριση

Ο πιο καθοριστικός παράγοντας για την ψυχική υγεία ήταν η διατήρηση μιας αίσθησης κανονικότητας (53,29%), ενώ σημαντικούς παράγοντες αποτελούν και η υιοθέτηση υγιεινού τρόπου ζωής (49,45%) και η στήριξη από οικεία πρόσωπα (45,47%).

Συνολικά, το 94,08% έλαβε στήριξη από τους οικείους του και οι περισσότεροι συμμετέχοντες (82,51%) ήταν ικανοποιημένοι από τη στήριξη αυτή.

Παρόλα αυτά όμως, το 65,54% ένιωθε ότι οι οικείοι τους δεν κατανοούσαν πλήρως όσα περνούσαν, 41,09% δεν είχε πάντα βοήθεια όταν τη χρειαζόταν και το 26,45% «σπάνια» ή «ποτέ» μοιραζόταν τα συναισθήματά του με το περιβάλλον του.

Στην πορεία της περίθαλψής τους, οι μισοί συμμετέχοντες δεν έλαβαν καμία μορφή ψυχολογικής υποστήριξης και οι περισσότεροι (65,88%) δεν ενημερώθηκαν για οργανώσεις ασθενών ή ομάδες υποστήριξης.

Αξιοσημείωτο είναι ότι 41,34% θεώρησαν πως η θεραπευτική ομάδα τους δεν τους παρείχε καλή συναισθηματική στήριξη. Ταυτόχρονα, παρόμοιο ποσοστό (39,44%) βίωνε συναισθηματικές δυσκολίες, αλλά δεν τις ανέφερε.

Οι συμμετέχοντες υπογράμμισαν τη σημασία λήψης περισσότερων ιατρικών πληροφοριών (49,38%), στήριξης για τη διαχείριση των παρενεργειών (43,90%), βελτιωμένης επικοινωνίας με επαγγελματίες υγείας (37,59%) και ενισχυμένης πρόσβασης σε υπηρεσίες ψυχικής υγείας (34,36%).

*Από την Άννα Παπαδομαρκάκη