Τα ολιγοθερμιδικά γλυκαντικά αποτελούν εδώ και δεκαετίες αντικείμενο της επιστημονικής έρευνας. Είναι από τα πιο καλά μελετημένα συστατικά που χρησιμοποιούνται σε τρόφιμα και ποτά ως υποκατάστατα ζάχαρης με στόχο να διατηρήσουν τη γλυκιά γεύση με λιγότερες ή ακόμα και μηδενικές θερμίδες. Και παρά το γεγονός ότι συχνά διαβάζουμε αντιφατικές πληροφορίες για την επίδραση τους στην υγεία μας, η ασφάλειά τους έχει αξιολογηθεί εκτενώς από έγκυρους ανεξάρτητους επιστημονικούς φορείς παγκοσμίως.
Ποιος αξιολογεί την ασφάλεια των γλυκαντικών;
Η αξιολόγηση της ασφάλειας των γλυκαντικών, όπως και όλων των πρόσθετων τροφίμων, γίνεται αποκλειστικά από ανεξάρτητες διεθνείς επιστημονικές αρχές, όπως:
- Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA)
- Η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA)
- Η Μικτή Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για τα Πρόσθετα Τροφίμων (JECFA) του Οργανισμού Τροφίμων – Γεωργίας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας
Ποια είναι η διαδικασία στην Ευρώπη;
Όλα τα γλυκαντικά που χρησιμοποιούνται σήμερα σε τρόφιμα και ποτά στην Ευρώπη έχουν περάσει συστηματικές και αυστηρές αξιολογήσεις από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA). Οι ειδικοί επιστήμονες της EFSA εξετάζουν όλα τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα που αφορούν στην επίδραση του κάθε γλυκαντικού στην υγεία, και γνωμοδοτούν θετικά μόνο εφόσον δεν προκύπτουν ανησυχητικά στοιχεία για την ασφάλεια του.
Αφού η EFSA δημοσιεύσει μια θετική επιστημονική γνώμη, δηλαδή επιβεβαιώσει την ασφάλεια ενός γλυκαντικού και θέσει τα επίπεδα Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης (Acceptable Daily Intake – ADI), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συντάσσει πρόταση για την έγκριση του στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόταση αυτή εξετάζεται από εμπειρογνώμονες των κρατών-μελών πριν τελικά εγκριθεί και υιοθετηθεί. Η διαδικασία αυτή διασφαλίζει ότι κανένα γλυκαντικό δεν κυκλοφορεί στην Ευρωπαϊκή αγορά χωρίς πλήρη, τεκμηριωμένη και ανεξάρτητη αξιολόγηση.
Παράλληλα, με Ευρωπαϊκή νομοθεσία που ενσωματώνεται αυτόματα στην εθνική νομοθεσία (Κώδικας Τροφίμων και Ποτών), ορίζεται σε ποια τρόφιμα μπορεί να προστίθεται το κάθε γλυκαντικό, καθώς και τα μέγιστα επίπεδα στα οποία μπορεί να χρησιμοποιείται.
Τι είναι η Αποδεκτή Ημερήσια Πρόσληψη και γιατί έχει σημασία;
Η τιμή Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης καθορίζεται στο πλαίσιο της αξιολόγησης της ασφάλειας κάθε γλυκαντικού και είναι η ποσότητα ενός συστατικού, στην προκειμένη περίπτωση ενός γλυκαντικού, που μπορεί να καταναλώνεται καθημερινά, εφ’ όρου ζωής, χωρίς κίνδυνο για την υγεία.
Στην πράξη, ακόμη και άτομα που καταναλώνουν πολλά προϊόντα με γλυκαντικά σπάνια φτάνουν κοντά στην τιμή Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης. Για την ασπαρτάμη, για παράδειγμα, η τιμή Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης (40 mg/kg σωματικού βάρους την ημέρα) αντιστοιχεί σε 9-14 κουτιά αναψυκτικού την ημέρα για έναν ενήλικα σωματικού βάρους 70 κιλών.
Επαναξιολογήσεις και επιβεβαίωση της ασφάλειας των γλυκαντικών
Ωστόσο, ο έλεγχος της ασφάλειας των γλυκαντικών δεν σταματάει στη χρονιά της έγκρισης τους. Οι αρμόδιοι φορείς επανεξετάζουν τα δεδομένα είτε σε προγραμματισμένες επαναξιολογήσεις, όπως συμβαίνει τώρα στην Ευρώπη, ή όταν προκύπτουν νέα στοιχεία. Το γεγονός αυτό ενισχύει την αξιοπιστία του συστήματος ελέγχου της ασφάλειας των γλυκαντικών καθώς η αξιολόγησή τους είναι συνεχής και επαναλαμβανόμενη με βάση τις νεότερες επιστημονικές εξελίξεις.
Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η EFSA έχει αναλάβει την επανεξέταση όλων των προσθέτων τροφίμων που είχαν εγκριθεί πριν το 2009. Μεταξύ αυτών και τα περισσότερα γλυκαντικά. Οι νεότερες αξιολογήσεις που έχουν λάβει υπόψη όλες τις διαθέσιμες μελέτες, νέες και παλαιότερες, επιβεβαιώνουν ότι η ασπαρτάμη, η ακεσουλφάμη, η σακχαρίνη, η θαυματίνη, η ερυθριτόλη, η νεοεσπεριδίνη, η νεοτάμη και άλλες γλυκαντικές ύλες παραμένουν ασφαλείς για κατανάλωση στις επιτρεπόμενες ποσότητες, δηλαδή εντός της Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης.
Μάλιστα σε πρόσφατες επαναξιολογήσεις της ασφάλειας των γλυκαντικών στην Ευρώπη, η EFSA αύξησε τις τιμές της Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης για τη σακχαρίνη και την ακεσουλφάμη. Με βάση τα νεότερα επιστημονικά δεδομένα, τις εκτεταμένες τοξικολογικές μελέτες και τη βελτιωμένη μεθοδολογία εκτίμησης των επιπέδων πρόσληψης, η EFSA κατέληξε ότι και τα δύο γλυκαντικά παραμένουν ασφαλή για χρήση στα τρόφιμα και αύξησε από 5 σε 9 mg/kg σωματικού βάρους την ημέρα την τιμή Αποδεκτής Ημερήσιας Πρόσληψης για τη σακχαρίνη, και από 9 σε 15 mg/kg σωματικού βάρους την ημέρα για την ακεσουλφάμη. Η εξέλιξη αυτή υπογραμμίζει τη δυναμική φύση της επιστημονικής αξιολόγησης.
Γιατί τότε υπάρχουν ακόμη ανησυχίες;
Παρά τις επιβεβαιώσεις των αρχών ασφάλειας τροφίμων, εκφράζονται ακόμα ανησυχίες για την πιθανή επίδραση των γλυκαντικών στην υγεία κυρίως όσον αφορά στο ρόλο τους στην παχυσαρκία, το διαβήτη ή τα καρδιαγγειακά. Η συζήτηση αυτή τροφοδοτήθηκε περαιτέρω το 2023 από τη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας με την οποία αποθάρρυνε τη χρήση γλυκαντικών για τον έλεγχο βάρους ή την πρόληψη χρόνιων νοσημάτων. Ωστόσο η σύσταση αυτή βασίστηκε σε μελέτες παρατήρησης, οι οποίες δεν μπορούν να αποδείξουν αν τα γλυκαντικά ευθύνονται για την παχυσαρκία ή το διαβήτη, ή αν αντίθετα τα άτομα με παχυσαρκία ή διαβήτη καταναλώνουν περισσότερα γλυκαντικά στην προσπάθεια τους να μειώσουν τη ζάχαρη. Δηλαδή, δεν μπορούν να εξετάσουν ποιο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα (κάτι σαν το αυγό έκανε την κότα ή η κότα το αυγό). Αυτό το πρόβλημα στη σύσταση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας επισήμανε πρόσφατα η Επιστημονική Συμβουλευτική Επιτροπή για τη Διατροφή του Υπουργείου Υγείας της Βρετανίας, τονίζοντας ότι θα έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα σε πιο ισχυρά δεδομένα από τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές σε ανθρώπους, που θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες μελέτες για να διαλευκάνουν την επίδραση των συστατικών της τροφής (και όχι μόνο) στην υγεία.
Σε αντίθεση με τις μελέτες παρατήρησης, οι τυχαιοποιημένες κλινικές δοκιμές δείχνουν ότι η χρήση γλυκαντικών βοηθάει στη μείωση της πρόσληψη θερμίδων και ζάχαρης, συμβάλλει σε απώλεια βάρους (1–2 κιλά) όταν αντικαθιστούν τη ζάχαρη, και έχουν ουδέτερη ή ήπια ευεργετική επίδραση σε παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου όπως στα επίπεδα σακχάρου αίματος, στα λιπίδια, την αρτηριακή πίεση και τη συσσώρευση λίπους στο συκώτι. Πρακτικά, τα γλυκαντικά δεν έχουν «φαρμακολογική» δράση από μόνα τους, αλλά συμβάλουν στη μείωση του βάρους μέσω της μείωσης θερμίδων από την αντικατάσταση της ζάχαρης. Για αυτό, επιστημονικοί οργανισμοί για τη διατροφή και το διαβήτη σε Αμερική, Ευρώπη, Βρετανία, Καναδά και αλλού υποστηρίζουν τη χρήση γλυκαντικών ως ένα ασφαλές διατροφικό εργαλείο για τον περιορισμό της πρόσληψης ζάχαρης.
Βασιλική Πυρογιάννη, MSc, Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
Επιστημονική Διευθύντρια Διεθνούς Ένωσης Γλυκαντικών (International Sweeteners Association – ISA)