Οι επιστήμονες υποστηρίζουν ότι ο ιδρώτας μπορεί να «κρύβει» το κλειδί για την ανίχνευση διαφόρων παθήσεων, από τον διαβήτη έως τη νόσο του Πάρκινσον – χωρίς να χρειάζεται ούτε ένα τσίμπημα. Σήμερα, η επιστήμη εξελίσσεται με γρήγορους ρυθμούς, μετατρέποντας ένα εξειδικευμένο εργαλείο σε μια καινοτόμο μέθοδο διάγνωσης που υπόσχεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την πρόληψη.

Για τους περισσότερους ανθρώπους, ο ιδρώτας αποτελεί απλώς μια ενόχληση. Ωστόσο, οι επιστήμονες αποκαλύπτουν ότι αυτά τα μικροσκοπικά σταγονίδια περιέχουν μια πληθώρα ζωτικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων δεικτών για διάφορες ασθένειες ή την έκθεση σε τοξικά μέταλλα. Σε αντίθεση με τις αιμοληψίες που απαιτούν βελόνες και εξειδικευμένο προσωπικό, η συλλογή ιδρώτα είναι ανώδυνη, μη επεμβατική και μπορεί να πραγματοποιείται συνεχώς με τη χρήση φορητών αισθητήρων.

Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Pharmaceutical Analysis, επισημαίνει ότι τα δείγματα ιδρώτα φαίνεται να είναι πιο εύκολα στην επεξεργασία σε σχέση με τις παραδοσιακές μεθόδους εξέτασης.

Ο ιδρώτας από τα εγκληματολογικά εργαστήρια στην πρόληψη

Τα τεστ ιδρώτα δεν είναι κάτι νέο. Εδώ και δεκαετίες, τα εγκληματολογικά εργαστήρια χρησιμοποιούν επιθέματα ιδρώτα για την ανίχνευση ναρκωτικών σε ποινικές υποθέσεις, ενώ οι γιατροί βασίζονται σε τεστ ιδρώτα για τη διάγνωση της κυστικής ίνωσης, μιας γενετικής διαταραχής που προκαλεί αυξημένα επίπεδα χλωρίου στον ιδρώτα.

Οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις έχουν διευρύνει σημαντικά όσα μπορεί να αποκαλύψει ο ιδρώτας. Προηγμένες μέθοδοι ανάλυσης, όπως η φασματομετρία μάζας και η υγρή χρωματογραφία, επιτρέπουν πλέον την ταυτοποίηση εκατοντάδων διαφορετικών ενώσεων μέσα σε δείγματα ιδρώτα – από μόρια που συνδέονται με τον καρκίνο έως ενώσεις που ενδέχεται να υποδεικνύουν τη νόσο του Πάρκινσον.

Ανίχνευση διαβήτη, νόσου του Πάρκινσον και καρκίνου

Για τους ανθρώπους με διαβήτη, που μέχρι σήμερα αναγκάζονται να τρυπούν τα δάχτυλά τους πολλές φορές την ημέρα για να ελέγξουν το σάκχαρο του αίματος, η δυνατότητα παρακολούθησης μέσω του ιδρώτα θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά την καθημερινότητά τους. Παλαιότερη μελέτη στην οποία συμμετείχαν επτά άτομα με διαβήτη υποδηλώνει μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων γλυκόζης στον ιδρώτα και των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα, όταν τα δείγματα συλλέχθηκαν σωστά για να αποφευχθεί η μόλυνση από την επιφάνεια του δέρματος.

Αξιοσημείωτη πρόοδος έχει γίνει και για τη νόσο του Πάρκινσον. Σε μια μελέτη στην οποία συμμετείχαν 150 άτομα, οι ερευνητές εξέτασαν το σμήγμα, την λιπαρή έκκριση που συχνά αναμιγνύεται με τον ιδρώτα, και εντόπισαν συγκεκριμένα μόρια λίπους στους ασθενείς με Πάρκινσον, τα οποία δεν εμφανίζονταν στους υγιείς συμμετέχοντες. Αυτές οι διαφορές στη σύσταση του λίπους θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως δείκτες της νόσου.

Επιπλέον, οι επιστήμονες έχουν εντοπίσει συγκεκριμένα μόρια στον ιδρώτα ως πιθανούς διαγνωστικούς δείκτες για τον καρκίνο του πνεύμονα.

Η επανάσταση των wearable αισθητήρων

Η σύγχρονη ανάλυση ιδρώτα βασίζεται όλο και περισσότερο σε φορητούς βιοαισθητήρες: επιθέματα ή συσκευές που κολλάνε στο δέρμα και παρακολουθούν συνεχώς την εφίδρωση. Πρόσφατες καινοτομίες έχουν αντιμετωπίσει μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, την συλλογή επαρκούς ιδρώτα για ανάλυση. Ορισμένες συσκευές χρησιμοποιούν πλέον μια τεχνική, μέσω της οποία η παραγωγή ιδρώτα διεγείρεται κατά βούληση, εξαλείφοντας την ανάγκη αναμονής για φυσική εφίδρωση.

Η τεχνητή νοημοσύνη αναμένεται να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην ερμηνεία των δεδομένων που παράγουν αυτοί οι αισθητήρες. Οι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης μπορούν να εντοπίσουν μοτίβα και συνδέσεις που ενδέχεται να υποδηλώνουν προβλήματα υγείας πριν εμφανιστούν εμφανή συμπτώματα, επιτρέποντας ενδεχομένως την έγκαιρη παρέμβαση και την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων.

Τα εμπόδια παραμένουν

Παρά τα ενθαρρυντικά ευρήματα, τα εμπόδια παραμένουν. Η σύνθεση του ιδρώτα ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των ατόμων και ακόμη και στο ίδιο άτομο, ανάλογα με παράγοντες όπως η ενυδάτωση, η διατροφή, η ένταση της άσκησης και το σημείο του σώματος από το οποίο λαμβάνεται το δείγμα. Η χαμηλή παραγωγή ιδρώτα κατά τη διάρκεια καθιστικών δραστηριοτήτων και η ταχεία εξάτμιση περιπλέκουν επίσης τη συνεχή παρακολούθηση.

Μια σημαντική επιστημονική πρόκληση είναι να καθοριστεί ποιοι βιοδείκτες του ιδρώτα έχουν πραγματικά κλινική σημασία. Το γεγονός ότι μια ένωση μπορεί να ανιχνευθεί δεν σημαίνει απαραίτητα ότι παρέχει χρήσιμες διαγνωστικές πληροφορίες. Η ανασκόπηση επισημαίνει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς μελέτες που να συνδέουν την μεταβολή της χημικής σύνθεσης του ιδρώτα με συγκεκριμένες παθήσεις, ενώ υπάρχει έλλειψη μακροπρόθεσμων δεδομένων για την παρακολούθηση της εξέλιξης της νόσου ή των αποτελεσμάτων της θεραπείας με την πάροδο του χρόνου.