Σε ανασκόπηση που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Clinical Otolaryngology, επιστήμονες από το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Γερμανία ανέφεραν ότι τα προβλήματα στην όσφρηση έχουν σε μεγάλο βαθμό αγνοηθεί από την ιατρική κοινότητα, παρά το γεγονός ότι υπάρχουν ολοένα και περισσότερα στοιχεία που τα συνδέουν με πάνω από 130 νευρολογικές, σωματικές και γενετικές διαταραχές, ενώ είναι μάλιστα πιο συχνά από τη σοβαρή απώλεια ακοής καθώς και την τύφλωση.
Η βασική αιτία της μειωμένης όσφρησης, όπως εξηγούν οι ειδικοί, είναι η χρόνια ρινοκολπίτιδα — φλεγμονή των κόλπων που μπορεί να προκληθεί από παθήσεις που φράζουν τους αεραγωγούς, όπως το άσθμα, οι αλλεργίες ή η κυστική ίνωση. Κι ενώ η απώλεια όσφρησης δεν είναι κάτι νέο όσον αφορά τις λοιμώξεις του ανώτερου αναπνευστικού, όπως η γρίπη ή ο ρινοϊός, μελέτες έχουν δείξει ότι είναι 8 έως 10 φορές πιο συχνή στους ασθενείς με Covid. Ωστόσο, οι ερευνητές εξηγούν ότι υπάρχουν πλέον και δεδομένα που δείχνουν πως η μειωμένη όσφρηση μπορεί να αποτελεί πρώιμο προειδοποιητικό σημάδι αρκετών σοβαρών ασθενειών, όπως η άνοια, νόσος του Πάρκινσον και οι καρδιακές παθήσεις.
Πιο συγκεκριμένα, μια πρόσφατη μελέτη δημοσιευμένη στο ιατρικό περιοδικό Nature Communications, αποκάλυψε ότι η απώλεια της όσφρησης μπορεί να είναι από τα πρώτα σημάδια της άνοιας, της ασθένειας που πλήττει τη μνήμη. Στη νέα ανασκόπηση, οι ειδικοί εξηγούν ότι μία πιθανή ερμηνεία είναι πως τα βλαβερά πρωτεϊνικά συσσωματώματα που εμφανίζονται σε άτομα με άνοια ενδέχεται να αρχίζουν να συσσωρεύονται αρχικά στην περιοχή του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνη για την όσφρηση.
Οι ειδικοί τόνισαν επίσης τα ευρήματα μιας άλλης μελέτης τα οποία έδειξαν ότι η απώλεια όσφρησης μπορεί να εμφανιστεί πριν από τις κοινές κινητικές δυσκολίες της νόσου Πάρκινσον στο 90% των ασθενών — ακόμα και έως πέντε χρόνια νωρίτερα.
Ανησυχητικό φαίνεται να είναι επίσης το γεγονός ότι υπάρχουν πλέον στοιχεία πως η απώλεια της όσφρησης συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικού επεισοδίου και καρδιακής ανεπάρκειας ακόμη και σε κατά τα άλλα υγιείς ενήλικες.
Η μειωμένη ή εξασθενημένη όσφρηση μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως αιτία ατυχημάτων και άλλων προβλημάτων υγείας. Η ανασκόπηση επισήμανε έρευνες που διαπίστωσαν ότι πολλοί άνθρωποι με απώλεια όσφρησης ανησυχούν για την ασφάλειά τους, καθώς δεν μπορούν να ανιχνεύσουν διαρροές αερίου, φωτιά ή καπνό, ενώ ενδέχεται να μην αντιληφθούν ότι κάποια τρόφιμα είναι χαλασμένα, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε τροφική δηλητηρίαση.
Οι επιστήμονες πρόσθεσαν ότι κάποιες μελέτες έχουν δείξει πως η απώλεια όσφρησης συνδέεται και με υψηλότερα ποσοστά διατροφικών διαταραχών, κοινωνικής απομόνωσης, δυσκολιών στις σχέσεις, άγχους και κατάθλιψης.
Υπάρχουν τέλος, όπως επισημαίνουν, αυξανόμενα στοιχεία ότι οι ασθενείς με μειωμένη όσφρηση έχουν χειρότερες διατροφικές συνήθειες.
Όσφρηση: Απαραίτητος ο προληπτικός έλεγχος
Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία, οι ειδικοί ζήτησαν την προσθήκη προληπτικού ελέγχου για την όσφρηση και την εκπαίδευση των ιατρών πάνω σε αυτό το θέμα:
«Συνιστούμε την ανάπτυξη προγραμμάτων εκπαίδευσης και ενημέρωσης ως προς την όσφρηση και τα προβλήματα που ενδέχεται να προκύψουν από την απώλειά της, την εισαγωγή προληπτικού ελέγχου και την εφαρμογή πολιτικών που προωθούν την πρόσβαση στην περίθαλψη για όλους».