Διάβαζα προ καιρού κάποιες μελέτες για τις ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές και για κάποιο λόγο το μυαλό μου πήγε στον πατέρα μου και σε αρκετούς συγγενείς και φίλους (του) της γενιάς αυτής που γεννήθηκε εκεί γύρω στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

Αναρωτήθηκα αν ήταν (ήπια) ψυχαναγκαστικοί. Είχαν συνήθειες απαράβατες. Για παράδειγμα: ξύπνημα στις εφτάμιση. Το πρώτο τσιγάρο της ημέρας έπρεπε να καπνιστεί στη συγκεκριμένη πολυθρόνα κοντά στο παράθυρο. Μετά τσάι με δύο φρυγανιές. Το ντύσιμο γινόταν με συγκεκριμένες κινήσεις, που τις θυμάμαι ακόμα μία- μία έως το τελετουργικό δέσιμο της γραβάτας. Μετά καφές, με αργές, απολαυστικές γουλιές και μαζί το δεύτερο τσιγάρο. Μετά αναχώρηση για τη δουλειά.

Το μεσημέρι επιστροφή, γδύσιμο υποχρεωτικά, ρόμπα και παντόφλες. Πλύσιμο, φαγητό στην ίδια πάντα θέση με θέα προς το παράθυρο, ένα ποτήρι κρασί μαζί, στο τέλος υποχρεωτικά λίγο τυρί με φρούτο. Μετά εφημερίδα, στην ίδια πολυθρόνα και στάση πάντα, κι έπειτα ύπνος. Το απόγευμα ντύσιμο με ρούχα πιο «χαλαρά» κι από εκεί και πέρα χαλαροί ρυθμοί.

Ομολογώ ότι μπερδεύτηκα. Όλα αυτά ήταν τελετουργίες που τηρούνταν ευλαβικά. Κι όμως, κανείς δεν έμοιαζε ούτε ψυχαναγκαστικός ούτε (ψυχ-)αναγκασμένος. Τις απολάμβαναν, τουλάχιστον αυτό νιώθω επιστρέφοντας στις παιδικές μου εντυπώσεις. Καθεμία από αυτές τις τελετουργίες αποσκοπούσε στην απόλαυση της κάθε γνώριμης και ήρεμης στιγμής.

Δεν είμαι σίγουρη, όμως μου φαίνεται πως δεν είναι οι συνήθειές μας αλλά η εποχή ψυχαναγκαστική. Κι αν δεν θέλουμε να μας «πάρει σβάρνα», πρέπει να υπερασπιστούμε την απόλαυση πίσω από τις μικρές καθημερινές συνήθειες.