Η καθημερινή μας ζωή κυλά συνήθως με ένα συγκεκριμένο ρυθμό. Εξωτερικοί παράγοντες και εσωτερικές ανάγκες καθορίζουν τις κινήσεις και τις συνήθειες που επαναλαμβάνουμε σχεδόν αυτόματα κάθε μέρα. Αυτός ο ρυθμός είναι αναγκαίος για να δομούμε το χρόνο μας και λειτουργεί καθησυχαστικά, όπως το ρυθμικό χτύπημα του ρολογιού. Τι γίνεται, όμως, όταν γινόμαστε σκλάβοι τέτοιων αυτοματισμών και με ψυχαναγκαστικό τρόπο τούς επαναλαμβάνουμε κάθε μέρα, χωρίς να μπορούμε να ξεφύγουμε από αυτούς;




«Πρώτο πράγμα, μόλις σηκωθώ, είναι να φτιάξω τον καφέ μου και να καπνίσω ένα τσιγάρο. Αν δεν πιω έτσι καφέ, δεν μπορώ να κάνω τίποτα…», «Δεν φεύγω από το σπίτι αν δεν έχω πάει τουαλέτα, διαφορετικά το έχω έγνοια, αγχώνομαι, φοβάμαι ότι θα με πιάσει όταν θα είμαι έξω, μου χαλάει η μέρα…», «Το βράδυ δεν με παίρνει ο ύπνος αν δεν πάω να βεβαιωθώ ότι έκλεισα όλα τα παντζούρια, τις κουρτίνες, τις πόρτες και ότι έσβησα το θερμοσίφωνο…», «Για να βγω έξω, πρέπει να έχω τουλάχιστον μία ώρα καιρό, να πλυθώ, να ντυθώ, να ετοιμαστώ, διαφορετικά αγχώνομαι και δεν περνάω καλά τελικά».
Ανάμεσα σε αυτού του είδους τις «φυσιολογικές» καθημερινές τελετουργικές συνήθειες και τους παθολο­γικούς ψυχαναγκασμούς οι διαφορές μοιάζουν να είναι μάλλον ποσοτικού παρά ποιοτικού χαρακτήρα. Πόσο «φυσιολογικό» είναι να πρέπει οπωσδήποτε να γίνουν όλα αυτά τα παραπάνω για να νιώθουμε καλά στο επόμενο βήμα μας;
Τι είναι αυτό που ονομάζουμε ψυχαναγκασμό; Η μανιώδης επανάληψη ορισμένων πράξεων με τρόπο αυστηρότατα τελετουργικό. Ένας ψυχαναγκαστικός άνθρωπος που φοβάται τη βρομιά και τα μικρόβια, κάνει μπάνιο ή απολυμαίνει ξανά και ξανά τα χέρια του σε βαθμό τέτοιον που πολλές φορές δεν καταφέρνει να βγει έξω από την πόρτα του σπιτιού του. Ένας άλλος δίνει πραγματικό αγώνα ώσπου να πέσει στο κρεβάτι, επειδή πρέπει προηγουμένως τα πράγματα να έχουν διπλωθεί, τακτοποιηθεί, συμμαζευτεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο και μόνο έτσι. Οι τελετουργίες αυτές αποσκοπούν στον κατευνασμό του τεράστιου άγχους ότι, αν τα πράγματα δεν γίνουν με αυτό τον αυστηρά προκαθορισμένο τρόπο και μόνο, αυτό ισοδυναμεί με ιεροσυλία.





Κατά κάποιον τρόπο, βέβαια, αυτές οι ψυχαναγκαστικά επαναλαμβανόμενες δραστηριότητες δεν είναι τόσο διαφορετικές από πολλές καθημερινές μας τελετουργίες, από πράξεις δηλαδή που επαναλαμβάνουμε λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ακολουθώντας τις ίδιες και απαράλλαχτες κινήσεις.
Σύμφωνα με τον Φρόιντ, είναι σχεδόν αδύνατη μια απολύτως σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στις τελετουργίες και τους ψυχαναγκασμούς. Βέβαια, αν και ρευστό, το όριο παρ’ όλα αυτά υπάρχει και είναι το εξής: Οι παθολογικά ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές δεν συμβαδίζουν με καμιά έννοια λογικής και νοήματος και μετατρέπουν απλές καθημερινές δραστηριότητες σε ατέρμονα, χρονοβόρα και άλυτα προβλήματα.
Οι μικρές τελετουργικές μας συνήθειες, από την άλλη μεριά, που χαρακτηρίζουν και διαμορφώνουν την καθημερινότητά μας, μας κάνουν τη ζωή πιο εύκολη, πιο άνετη ή πιο ευχάριστη. Το ότι πίνουμε τον καφέ με το τσιγάρο και τα κουλουράκια μας, πλενόμαστε, κρατάμε μια τάξη στο σπίτι μας, σιγουρευόμαστε για την ασφάλειά μας, ανταποκρίνονται σε πραγματικές μας ανάγκες που μπορεί να μην είναι πρωταρχικές για την επιβίωσή μας, αλλά συμβάλλουν στο να νιώθουμε καλύτερα. Και αν τις συνήθειες αυτές τις ακολουθούμε τελετουργικά με έναν τρόπο σχεδόν μηχανικό, αυτό έχει το πλεονέκτημα ότι δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε, να σχεδιάζουμε και να αποφασίζουμε κάθε στιγμή για κάθε μας βήμα από την αρχή. Δομούμε το χρόνο μας, ακολουθούμε ένα νοητό πρόγραμμα και ξέρουμε τι έχουμε να κάνουμε παρακάτω. Αυτό είναι αποτελεσματικό και καθησυχαστικό. Τα πράγματα (μας) πηγαίνουν σαν από μόνα τους.




Σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι, όμως, που αρχίζει να γίνεται ασαφής ο διαχωρισμός ανάμεσα στις επα­ναλαμβανόμενες καθημερινές συνή­θειες και στον ψυχαναγκασμό.
Πόση ελευθερία κινήσεων μας αφήνουν οι αυτοματοποιημένες αυτές συμπεριφορές; Είμαστε σε άμεση επαφή με τις σωματικές μας ανάγκες και τη διάθεση της κάθε στιγμής όταν ακολουθούμε μηχανικά ένα πρόγραμμα, έστω κι αν εμείς οι ίδιοι το διαμορφώσαμε έτσι; Πόσο περιθώριο μας αφήνουν οι συνήθειες αυτές να τις αμφισβητήσουμε και να τις αλλάξουμε;
Αν, αντί για καφέ, θέλουμε σήμερα τσάι, πορτοκαλάδα, γάλα, τίποτα και, αντί για τρία κουλουράκια κανέλας, τυρόπιτα ή ψωμί με μαρμελάδα; Αν είμαστε τόσο κουρασμένοι και θέλουμε να πέσουμε στο κρεβάτι χωρίς να αμπαρώσουμε και να ασφαλίσουμε παντού; Αν δεν μαζέψουμε απόψε την κουζίνα, γιατί θέλουμε να δούμε κάτι ωραίο στην τηλεόραση, και την αφήσουμε για αύριο; Αν μας καλέσουν ξαφνικά να πάμε σε μια ωραία γιορτή και δεν έχουμε μία ώρα να ετοιμαστούμε, τι γίνεται; Αν δεν πάμε στην τουαλέτα πριν φύγουμε από το σπίτι και χρειαστεί να πάμε κάπου στο δρόμο, πόσο τρομερό είναι αυτό;
Τέτοια ερωτήματα μπαίνουν στο περιθώριο όταν ακολουθούμε με μηχανικό τρόπο συνήθειες που έχουν καταλήξει να είναι απαράβατες, όπως και στον ψυχαναγκασμό. Χάνουμε, έτσι, την αίσθηση για τη στιγμιαία ανάγκη και όρεξη και γινόμαστε σκλάβοι ενός αυστηρού προγράμματος, που πρέπει, για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζουμε καλά-καλά, να τηρηθεί.





Πολλοί από τους ανώδυνους καθημερινούς μας ψυχαναγκασμούς υπαγορεύονται πολύ απλά από βιολογικές ανάγκες. Έχουμε ανάγκη από κάτι διεγερτικό το πρωί και θέλουμε τον καφέ μας, το σώμα μας χρειάζεται τροφή και μας ωθεί να την αναζητάμε σε τακτά χρονικά διαστήματα, ο εγκέφαλός μας έχει ένα ρυθμό ύπνου και ξύπνιου και μας ωθεί να ξαπλώνουμε το μεσημέρι για μισή ώρα ή να θέλουμε το κρεβάτι μας το βράδυ. Η πλήρης ανατροπή αυτών των ρυθμών, όπως παρατηρείται, για παράδειγμα, σε πολλούς εφήβους που κοιμούνται τη μέρα και ξαγρυπνούν τη νύχτα και τρώνε όποτε και ό,τι τύχει, όταν διαρκεί για παρατεταμένο χρονικό διάστημα, είναι επικίνδυνη τόσο για τη σωματική όσο και για την ψυχική τους υγεία.








Όταν οι δυνατότητες ελεύθερης επιλογής και ανατροπής του «επόμενου βήματος» περιορίζονται ή ελαχιστοποιούνται από μια εσωτερική ανάγκη ελέγχου του άγχους, τότε μάλλον οι απλές καθημερινές συνήθειες μας έχουν σφίξει σαν «στενός κορσές».
Αυτό σημαίνει ότι έχει έρθει η στιγμή να αναρωτηθούμε αν η τήρηση ορισμένων συνηθειών, κάποιου συγκεκριμένου προγράμματος εξακολουθεί να μας κάνει πιο εύκολη και πιο ευχάριστη τη ζωή ή αν τελικά μας την περιορίζει και τη δυσκολεύει.
Και μαζί με τη δική μας περιορίζει και δυσκολεύει και τη ζωή των οικείων προσώπων μας, τουλάχιστον αυτών με τους οποίους συμβιώνουμε.
Να, λοιπόν, τι μπορούμε να κάνουμε για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας να απαλλαγεί από (μικρο-)ψυχαναγκασμούς:
● Να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ορισμένες από τις δεσμευτικά επαναλαμβανόμενες συνήθειές μας και να παρατηρήσουμε πόσο δυσκολευόμαστε και πόσο μεγάλο είναι το άγχος που μας προκαλεί η αλλαγή αυτή.
● Να αναρωτηθούμε από πού μπορεί να προέρχονται κάποιες «επιτακτικές συνήθειες». Πόσο συχνά μας έλεγε η μητέρα μας: «Έκανες πιπί σου; Πήγαινε να κάνεις, γιατί όταν φύγουμε θα είναι αργά, δεν θα υπάρχει μέρος να πας». Μπορούμε να ανατρέψουμε τέτοιους παράλογους μύθους του παρελθόντος;
● Να αναλογιστούμε τι θα συμβεί, ποιες και πόσο τρομερές θα είναι οι συνέπειες αν δεν κάνουμε κάτι όπως το κάνουμε πάντα. Είναι πράγματι τόσο επικίνδυνο να αφήσουμε ένα βράδυ τα παντζούρια ανοιχτά στον τέταρτο όροφο; Θα τιναχτούμε στον αέρα αν μείνει ανοιχτό το θερμοσίφωνο ένα βράδυ; Είναι τόσο δύσκολο να ετοιμαστούμε σε 10 λεπτά για να βγούμε με τη φίλη που μας κάλεσε;
● Να ζητήσουμε τη βοήθεια ψυχολόγου ή ψυχιάτρου, αν διαπιστώσουμε ότι κάποιες απλές καθημερινές συνήθειες μας έχουν γίνει έμμονη ιδέα και δεν μπορούμε καθόλου να τις σταματήσουμε ή να τις αλλάξουμε. Η ψυχαναγκαστική διαταραχή είναι μια σοβαρή πάθηση που δεν περνά από μόνη της.





Η τελειομανία είναι, επίσης, μια μορφή ήπιου ψυχαναγκασμού, που όμως τελικά δεν είναι και τόσο ήπιος, ίσως ακριβώς επειδή δεν επιτρέπει τη ροπή προς την παθολογία. Με απλά λόγια: Ενώ ένας παθολογικά ψυχαναγκαστικός άνθρωπος μπορεί να φτάσει στο σημείο να μην καταφέρνει πια να πάει στη δουλειά του και να μην έχει καιρό για τίποτε άλλο, επειδή πρέπει να πλένεται 20 φορές την ημέρα επί μία ώρα, ένας τελειομανής πρέπει να είναι και πεντακάθαρος και αψεγάδιαστος και άμεμπτος στη δουλειά του και συνεπέστατος σε όλες του τις υποχρεώσεις. Αν διευρύνουμε λίγο τον «επίσημο» όρο, ποιος από τους δύο είναι περισσότερο ψυχαναγκαστικός;








Τι μπορούμε να κάνουμε για ένα δικό μας άνθρωπο, όταν υπάρχουν τέτοιες συνήθειες και συμπεριφορές;
● Να προσπαθήσουμε να παρατηρήσουμε και να διαπιστώσουμε (με βάση τα παραπάνω) πόσο δεσμευτικές, σε σημείο εμμονής ή ψυχαναγκασμού, του έχουν γίνει οι συνήθειες αυτές. Αν δούμε ότι έχουν φτάσει στο σημείο να δυσκολεύουν την καθημερινότητά του, πρέπει να το κουβεντιάσουμε σε πολύ ήπιο και φιλικό τόνο μαζί του.
● Να μην «ενδώσουμε» σε αυτές του τις συνήθειες αλλάζοντας τη ζωή μας ή και της υπόλοιπης οικογένειας για να «χωρέσει» ο δικός του ψυχαναγκασμός.
● Να προσπαθήσουμε να κρατάμε τέτοιες τάσεις σε κάποια όρια, όταν κάποιο μέλος της οικογένειάς μας τις εμφανίζει, και όχι να τις επιβραβεύουμε φροντίζοντας, για παράδειγμα, να υπάρχει πάντα ένα μπάνιο ελεύθερο ή το συγκεκριμένο είδος δημητριακών και μόνο.
● Να ζητήσουμε τη βοήθεια ειδικού, όταν έχουμε την υποψία ότι υπάρχει ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, την οποία όμως ο ίδιος κρύβει επιμελώς (κάτι που από ντροπή συχνά κάνουν οι ψυχαναγκαστικοί).