Τα τελευταία χρόνια, πολλοί ειδικοί επιστήμονεσ πιστεύουν ότι η ομοκυστεΐνη είναι ένας ακόμη σημαντικός δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου, όπως η υψηλή χοληστερίνη και η υπέρταση. Είναι, όμως, πράγματι τόσο μεγάλη η σημασία της ομοκυστεΐνης, η οποία μετριέται ολοένα και συχνότερα στο πλαίσιο των διαγνωστικών εξετάσεων για την καρδιά; Τι σημαίνουν οι υψηλές τιμές της και πότε χρειάζεται πραγματικά να μετρηθεί; Το Vita απαντά σε αυτά τα ερωτήματα, με τη βοήθεια του καρδιολόγου κ. Ιωάννη Σκούμα, αναπληρωτή διευθυντή της Α΄ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου «Ιπποκράτειο».
Πρόκειται για ένα αμινοξύ που παράγεται στον οργανισμό ως ενδιάμεσο προϊόν του μεταβολισμού ενός άλλου αμινοξέος, της μεθειονίνης, η οποία περιέχεται στις πρωτεϊνούχες τροφές (π.χ. στο κρέας, τα πουλερικά, τα όσπρια) και προσλαμβάνεται μέσω της διατροφής.
Η μέτρηση της ομοκυστεΐνης γίνεται με εξέταση αίματος, έπειτα από νηστεία 6 ωρών σε εξειδικευμένα εργαστήρια, ώστε να αποκλειστεί κάθε περίπτωση λάθους. Τιμές μικρότερες των 15 μmol/L θεωρούνται φυσιολογικές.
Η ήπια υπερομοκυστεϊναιμία (τιμές 16-30 μmol/L) έχει συσχετιστεί με τον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου, αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου και φλεβικής θρόμβωσης. Όμως, δεν υπάρχουν σαφή αποδεικτικά στοιχεία ότι η μείωση της ομοκυστεΐνης μειώνει και την καρδιαγγειακή νοσηρότητα!
Για την ακρίβεια, τα συμπεράσματα των ερευνών όσον αφορά το ρόλο της ομοκυστεΐνης στην εκδήλωση στεφανιαίας νόσου είναι αντικρουόμενα: Από τη μια πλευρά, υπάρχουν μελέτες σε ασθενείς με στεφανιαία νόσο ή ιστορικό εγκεφαλικού που έδειξαν ότι αυτοί που είχαν κατά 25% χαμηλότερη ομοκυστεΐνη διέτρεχαν μειωμένο κίνδυνο να εκδηλώσουν νέο καρδιακό επεισόδιο ή νέο εγκεφαλικό (κατά 11% και 19% αντίστοιχα). Από την άλλη πλευρά, όμως, σε έρευνες όπου χορηγήθηκε στους συμμετέχοντες φυλλικό οξύ (το οποίο μειώνει την ομοκυστεΐνη) παρατηρήθηκε ότι, ενώ η τιμή της ομοκυστεΐνης μειώθηκε, αυτό δεν «μεταφράστηκε» και σε μικρότερο καρδιαγγειακό κίνδυνο. Μάλιστα, υπάρχουν έρευνες στις οποίες παρατηρήθηκε ότι η θεραπεία μείωσης της ομοκυστεΐνης (με συμπληρώματα φυλλικού οξέος, βιταμινών Β6 και Β12) μετά από έμφραγμα συσχετίστηκε με τάση αύξησης του καρδιαγγειακού κινδύνου! Συνεπώς, η ομοκυστεΐνη είναι ένας αμφιλεγόμενος δείκτης καρδιαγγειακού κινδύνου και δεν ανήκει στους κύριους και ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου (κάπνισμα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, σακχαρώδης διαβήτης). Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να τη μετράτε. Αντιθέτως, είναι σημαντικό να ρυθμίζετε, αν χρειάζεται, τη χοληστερίνη, την πίεση και το σάκχαρό σας και να αποφεύγετε το κάπνισμα. Επίσης, να γυμνάζεστε και να διατηρείτε το βάρος σας σε φυσιολογικά επίπεδα.
Η μέτρηση της ομοκυστεΐνης συνιστάται όταν:
› Παρουσιάσετε καρδιαγγειακό πρόβλημα, χωρίς όμως να έχετε κάποιον από τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου, δηλαδή χωρίς να καπνίζετε, να έχετε υπέρταση, σακχαρώδη διαβήτη ή υψηλή χοληστερίνη.
› Είστε υγιείς, αλλά γνωρίζετε ότι οι γονείς σας (συγγενείς α΄ βαθμού) παρουσίασαν στεφανιαία νόσο σε νεαρή ηλικία -πριν τα 50- χωρίς να έχουν κάποιον από τους κλασικούς παράγοντες κινδύνου. Στην περίπτωση αυτή, είναι πιθανό η υψηλή ομοκυστεΐνη να αποδειχτεί η αιτία των καρδιαγγειακών προβλημάτων που παρουσιάζονται στα μέλη της οικογένειάς σας (οι σπανιότατες αυτές περιπτώσεις συνήθως οφείλονται σε γενετικές μεταλλάξεις και σχετίζονται με την εκδήλωση εμφράγματος ή εγκεφαλικού σε νεαρή ηλικία).
Το μυστικό για τη διατήρηση της ομοκυστεΐνης σε χαμηλά επίπεδα είναι η καθημερινή κατανάλωση 2-3 φρούτων, καθώς και 2 πιάτων λαχανικών -πλούσιων σε φυλλικό οξύ και βιταμίνη Β6-, σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑHA). Όσον αφορά τη λήψη συμπληρωμάτων βιταμινών Β6, Β12 και φυλλικού οξέος, έχει φανεί ότι μειώνουν μεν την τιμή της ομοκυστεΐνης, αλλά αυτό δεν «μεταφράζεται» και σε αντίστοιχη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία (ΑHA):
1| Η ομοκυστεΐνη δεν πρέπει να αποτελεί εξέταση ρουτίνας για τους υγιείς, αλλά ούτε και για όλους τους καρδιοπαθείς.
2| Εάν η ομοκυστεΐνη βρεθεί υψη- λή σε άτομα με χαμηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου (δηλαδή σε άτομα με κανέναν ή μόνο με ένα παράγοντα καρδιακού κινδύνου, π.χ. υπέρταση), τότε δεν συνιστάται η μείωσή της με τη λήψη συμπληρωμάτων διατροφής, αλλά με την αύξηση της πρόσληψης φρούτων και λαχανικών. 3| Εάν πάλι η ομοκυστεΐνη βρεθεί υψηλή σε άτομα υψηλού καρδιαγγειακού κινδύνου (με πολλούς παράγοντες κινδύνου), τότε, εκτός από την αυξημένη κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, πρέπει να δοθεί έμφαση και στη ρύθμιση των άλλων ανεξάρτητων παραγόντων κινδύνου (κάπνισμα, δυσλιπιδαιμία, υπέρταση, διαβήτης).
Σπανάκι, αντίδια, μαρούλι, σπαράγγια, μπρόκολο, κουνουπίδι, μπάμιες, μαϊντανός, κρεμμύδια (φρέσκα και ξηρά), λάχανο, αγκινάρες, καυτερή πράσινη πιπεριά, παντζάρια, σέλερι, σέλινο.
_Παπάγια, πορτοκάλι, φράουλες, αβοκάντο, λεμόνι, ακτινίδια, γκρέιπφρουτ, ανανάς, μανταρίνι, μπανάνα, μάνγκο, βερίκοκο.
Σπανάκι, αβοκάντο, λάχανο, γλυκιές πιπεριές, μπρόκολο, κουνουπίδι, κρεμμύδι, κολοκυθάκια, μπάμιες, μάραθο.
Μπανάνα, καρπούζι, πεπόνι, λεμόνι, μούρα, δαμάσκηνα. Πλούσιες πηγές της Β6 είναι, επίσης, και τα κρεατικά που, ωστόσο, δεν συστήνονται για τον έλεγχο της ομοκυστεΐνης.
Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Ιωάννη Σκούμα, καρδιολόγο, αναπληρωτή διευθυντή και υπεύθυνο της Μονάδας Λιπιδίων της Α΄ Πανεπιστημιακής Καρδιολογικής Κλινικής του «Ιπποκράτειου» Νοσοκομείου, και την Κ. Ντορίνα Σιαλβέρα, κλινική διαιτολόγο.
› H μειωμένη πρόσληψη φυλλικού οξέος, μέσω της διατροφής, καθώς και των βιταμινών Β6 και Β12 (κύριες πηγές των δύο πρώτων είναι τα φρούτα και τα λαχανικά, ενώ της Β12 είναι τα κρεατικά και τα μανιτάρια).
› Η αυξημένη κατανάλωση αλκοόλ, καφέ, καθώς και το κάπνισμα.
› Αρκετές παθήσεις, όπως ο διαβήτης, η νεφρική και η θυρεοειδική δυσλειτουργία και οι νεοπλασίες.
› Ορισμένα υπολιπιδαιμικά φάρμακα (φιμπράτες, νικοτινικό οξύ, κολεστιπόλη), κάποια αντιδιαβητικά (μετφορμίνη, ροσιγλιταζόνη), καθώς και τα θειαζιδικά διουρητικά.