Ενδιαφέρουσα έρευνα από το Χάρβαρντ δείχνει ότι ο άνθρωπος έχει ή μια μεγάλη ψυχική ανάγκη να έχει καλές σχέσεις με το γιατρό του ή μια παράλογη πίστη στα φαρμακευτικά σκευάσματα και ότι τα αποδέχεται βαθύτατα σαν χρήσιμα και ωφέλιμα ακόμα κι όταν γνωρίζει ότι δεν περιέχουν τίποτα! Συγκεκριμένα, η έρευνα έγινε για να διερευνήσει την αποτελεσματικότητα των χαπιών placebo. Αυτά είναι συνήθως λευκά σκευάσματα που δεν περιέχουν απολύτως καμία δραστική ουσία και χορηγούνται σε κλινικές έρευνες για να μην ξέρουν οι συμμετέχοντες αν παίρνουν χάπι με φάρμακο ή χάπι «κενό ουσίας» και έτσι οι ερευνητές να μπορούν να συγκρίνουν και να μετρήσουν αντικειμενικά αν η νόσος βελτιώθηκε από το φάρμακο που δοκιμάζουν ή όχι –όταν δηλαδή παρατηρείται η ίδια βελτίωση σε όσους παίρνουν το χάπι που δοκιμάζουν και σε όσους πήραν (χωρίς να το γνωρίζουν) το placebo, συμπεραίνουν ότι το φάρμακο δεν είναι αποτελεσματικό.

Τώρα, λοιπόν, οι ερευνητές εστιάστηκαν στο φαινόμενο που συχνά παρατηρείται στις έρευνες, δηλαδή να διαπιστώνεται βελτίωση ακόμα και σε άτομα που έπαιρναν το placebo. Αυτό το φαινόμενο μέχρι τώρα αποδιδόταν στην αυθυποβολή. Καθώς δηλαδή οι συμμετέχοντες δεν ήξεραν αν έπαιρναν το φάρμακο που περιείχε δραστική ουσία ή το «κενό» φαρμάκου, θεωρώντας ότι μάλλον πήραν εκείνο με το φάρμακο, έπειθαν τον εαυτό τους ότι αυτό επενεργεί και με την αυθυποβολή προκαλούσαν ουσιαστικά μόνοι τους βελτίωση της κατάστασής τους. Καθώς οι ειδικοί από το Χάρβαρντ ερεύνησαν αυτό το συγκεκριμένο φαινόμενο, διαπίστωσαν παραδόξως ότι βελτίωση αισθάνονταν ακόμα και οι ασθενείς που γνώριζαν ότι έπαιρναν placebo, δηλαδή ότι δεν έπαιρναν καμία φαρμακευτική θεραπεία.

Συγκεκριμένα, είπαν σε 80 ασθενείς με σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ότι θα συμμετείχαν σε μια κλινική έρευνα, αλλά θα τους χορηγούνταν χάπια χωρίς δραστική ουσία –δηλαδή placebo. Τους είπαν παράλληλα ότι αυτό αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης θεραπείας με ψυχοσωματική αλληλεπίδραση, χωρίς να προχωρήσουν σε περισσότερες εξηγήσεις. Οι εθελοντές συμμετείχαν εν γνώσει τους, λοιπόν, ότι τα χάπια δεν θα περιείχαν απολύτως τίποτε. Εντούτοις τρεις εβδομάδες αργότερα, το 59% των ασθενών δήλωσε ότι «είδε σημαντική βελτίωση»!

Οι ειδικοί πιστεύουν ότι εκείνο που έκανε τη διαφορά ήταν η ψυχική επαφή με τον γιατρό, επειδή είχαν στενή συνεργασία και με τους 80 εθελοντές στο διάστημα αυτών των τριών εβδομάδων. Από την άλλη, όμως, δεν αποκλείουν πέραν της ανθρώπινης επαφής γιατρού-ασθενούς να έπαιξε ρόλο και η υποσυνείδητη ταύτιση του χαπιού με κάποια θεραπεία –ότι δηλαδή, οι ασθενείς ενώ γνώριζαν πως το χάπι τους δεν περιείχε τίποτα υποσυνείδητα το θεωρούσαν φάρμακο.