Σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου του Missouri, διαπιστώθηκε ότι τα αρσενικά ποντίκια που είχαν εκτεθεί σαν έμβρυα και μωρά στη χημική ουσία διφαινόλη Α έχαναν κάποια στοιχεία του φύλου τους και «συμπεριφέρονταν περισσότερο σαν θηλυκά».

Η αναπληρώτρια καθηγήτρια Cheryl Rosenfeld, που διεξήγαγε το σχετικό πείραμα, δήλωσε ότι η συγκεκριμένη χημική ουσία είχε παρεμποδίσει την παραγωγή της τεστοστερόνης στα αρσενικά, δηλαδή μιας ορμόνης την οποία τα θηλυκά μπορούσαν να αναγνωρίσουν.

Τα αρσενικά ποντίκια που είχαν εκτεθεί στη διφαινόλη Α φαινομενικά δεν διέφεραν από τα υπόλοιπα αρσενικά ποντίκια, σύμφωνα με τους ερευνητές. Ωστόσο, υπήρχαν ορισμένες διαφορές: Τα θηλυκά δεν επιδίωκαν να ζευγαρώσουν μαζί τους, αλλά και τα συγκεκριμένα αρσενικά δυσκολεύονταν να εντοπίσουν τα θηλυκά για να ζευγαρώσουν μαζί τους, ενώ είχαν κακή απόδοση στον προσανατολισμό στο χώρο.

Οι ερευνητές εικάζουν ότι τα ευρήματά τους θα μπορούσαν να συσχετιστούν με την ανάπτυξη και τη συμπεριφορά των ανθρώπων. «Δεν είναι ξεκάθαρο το κατά πόσον υπάρχει αντίστοιχη απειλή για τους ανθρώπους, αλλά σίγουρα πρέπει να υπάρχει μια ανησυχία», εξηγεί η Cheryl Rosenfeld.

Η διφαινόλη Α είναι μια χημική ένωση που χρησιμοποιείται στην παραγωγή των πολυκαρβονικών ενώσεων και των εποξυ-ρητινών. Από πολυκαρβονικές ενώσεις κατασκευάζεται το ελαφρύ, σκληρό και χρωματιστό πλαστικό που χρησιμοποιείται σε πιάτα, ποτήρια, μπιμπερό, μπουκάλια, CD, DVD, ξυπνητήρια, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, παπούτσια, ακόντια, προστατευτικά κράνη, προφυλακτήρες αυτοκινήτων, ιατρικές συσκευές και οδοντιατρικά σφραγίσματα. Οι εποξυ-ρητίνες χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό προστατευτικό επίχρισμα που έχουν οι κονσέρβες, σε σταθεροποιητές χρωμάτων και βερνίκια.

Η διφαινόλη Α ανήκει σε μια κατηγορία χημικών ενώσεων που αποκαλούνται ενδοκρινικοί διαταράκτες. Θεωρείται ότι «μιμείται» τη λειτουργία των οιστρογόνων, διαταράσσοντας την ενδοκρινική ισορροπία του οργανισμού. Έχει συσχετιστεί με διάφορα προβλήματα (π.χ. διαβήτη, πρόωρη έναρξη της εφηβείας, αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα), αν και αυτά τα συμπεράσματα δεν επιβεβαιώνονται από όλες τις έρευνες.

Η έρευνα του Πανεπιστημίου του Missouri δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Sciences».