Όταν μια έγκυος γυναίκα βιώνει έντονο στρες, αυτό μπορεί να «περάσει» στο έμβρυο και να έχει μακροχρόνια επίδραση, ακόμη και στην εφηβεία του παιδιού, σύμφωνα με γερμανούς ερευνητές. Οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Konstanz βασίστηκαν στα δεδομένα ενός μικρού δείγματος 25 έγκυων γυναικών, που ζούσαν σε ένα εξαιρετικά στρεσογόνο περιβάλλον όπου ο σύντροφός τους ήταν βίαιος, και των παιδιών τους, τα οποία τώρα είναι μεταξύ 10 και 19 ετών.
Παρότι οι ειδικοί αναγνωρίζουν ότι το δείγμα είναι μικρό, ότι οι συνθήκες ζωής των γυναικών ήταν εξαιρετικά βεβαρημένες και ότι το περιβάλλον όπου μεγάλωσαν τα παιδιά παίζει μεγάλο ρόλο, εντούτοις επισημαίνουν ότι σύμφωνα με την έρευνά τους τον πλέον καθοριστικό ρόλο φαίνεται ότι παίζει το περιβάλλον της μήτρας.
Διαπίστωσαν ότι, σε γενετικό επίπεδο, τα παιδιά αυτά έχουν αλλοιώσεις σε συγκεκριμένους υποδοχείς ορμονών οι οποίες εκκρίνονται σε καταστάσεις στρες. Πρόκειται για γενετικές αλλοιώσεις που κατά κανόνα συμβαίνουν στην εμβρυϊκή ηλικία.
«Φαίνεται ότι τα παιδιά που λαμβάνουν σήματα από τις μητέρες τους ότι θα γεννηθούν σε ένα απειλητικό περιβάλλον ανταποκρίνονται πιο γρήγορα στο στρες και είναι πιο ευαίσθητα σ’ αυτό», εξηγεί ο επικεφαλής της έρευνας καθηγητής Thomas Elbert.
Η έρευνα δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Translational Phychiatry».
Το στρες της μητέρας «περνάει» στο μωρό
Όταν μια έγκυος γυναίκα βιώνει έντονο στρες, αυτό μπορεί να «περάσει» στο έμβρυο και να έχει μακροχρόνια επίδραση, ακόμη και στην εφηβεία του παιδιού.