Η σχέση ανάμεσα στο χρώμα των ματιών και την υγεία έχει κεντρίσει εδώ και χρόνια το ενδιαφέρον πολλών επιστημόνων, που συχνά υποστηρίζουν ότι το χρώμα τους συνδέεται με το πώς βιώνουμε τον πόνο, το αν θα εμφανίσουμε διαβήτη, το πόσο γρήγορα «δουλεύει» το μυαλό μας, ακόμα και το αν αντέχουμε το ποτό.
Για παράδειγμα, έρευνα από το Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ έδειξε ότι οι έγκυες γυναίκες με ανοιχτόχρωμα μάτια (μπλε ή πράσινα) φάνηκε να αντέχουν περισσότερο τον πόνο της γέννας και να διαχειρίζονται καλύτερα το στρες από ότι εκείνες με καστανά μάτια. Επιπλέον, οι πρώτες είχαν λιγότερο άγχος μετά τη γέννα, χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης και λιγότερες αρνητικές σκέψεις.
Αν και δεν έχουν βρεθεί ακόμα οι ακριβείς λόγοι αυτής της διαφοράς, οι ερευνητές υποθέτουν ότι η απάντηση κρύβεται στα γονίδιά μας, καθώς τα γονίδια που καθορίζουν το χρώμα των ματιών μας εκτελούν παράλληλα και άλλες λειτουργίες.
Για παράδειγμα, ένα από αυτά, το NCX-4, το οποίο συνδέεται με τα σκουρόχρωμα μάτια, ελέγχει πολλές πρωτεΐνες, από τις οποίες μια έχει συνδεθεί με τον πόνο. Επίσης, γονίδια που συνδέονται με τη μελανίνη (τη χρωστική που κάνει τα μάτια πιο σκούρα) έχουν σχετιστεί με τον πόνο, ενώ η συγκεκριμένη χρωστική φαίνεται να σχετίζεται και με το γεγονός ότι οι άνθρωποι με καστανά μάτια είναι πιο επιρρεπείς στο αλκοόλ. Ακόμα, έρευνα από το πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μαθητές με σκούρα μάτια απέδιδαν καλύτερα σε τεστ νοημοσύνης, που απαιτούσαν ταχύτητα σκέψης, ενώ εκείνοι με ανοιχτά μάτια σκέφτονταν περισσότερο και πιο στρατηγικά. Τέλος, τόσο ο κίνδυνος διαβήτη τύπου 1 όσο και ορισμένα προβλήματα ακοής φαίνεται να εμφανίζονται συχνότερα σε ανθρώπους με ανοιχτόχρωμα μάτια.
Για να μην κλείσουμε, ωστόσο, με αρνητική διάθεση, τα ανοιχτόχρωμα μάτια θεωρούνται από επιστήμονες ως εξέλιξη της ανθρώπινης φύσης, προκειμένου ο άνθρωπος να προσαρμοστεί σε διαφορετικές καιρικές συνθήκες.