Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μελέτη που διενεργήθηκε από το NY U’s Steinhardt School of Culture, Education, and Human Development. Τα ευρήματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύτηκαν στο έντυπο «Development and Psychopathology», αποκαλύπτουν ότι τα συναισθήματα των παιδιών επηρεάζουν αρνητικά και κάποιοι επιπλέον παράγοντες: το χάος που επικρατεί στο σπίτι, καθώς και οι παρατεταμένες περίοδοι φτώχιας που βιώνει μια οικογένεια στα πρώτα χρόνια ζωής ενός παιδιού.
«Οι καβγάδες είναι ψυχοφθόροι για τους ενήλικες που εμπλέκονται στη διαμάχη. Αυτή η μελέτη αποκαλύπτει και το κόστος της διαμάχης από την πλευρά των παιδιών που βιώνουν τέτοιες σκηνές στην καθημερινότητά τους», εξηγεί η C. Cybele Raver, καθηγήτρια εφαρμοσμένης ψυχολογίας στο NYU Steinhardt και επικεφαλής της έρευνας.
Σύμφωνα με την έρευνα, η έκθεση των παιδιών σε λεκτικούς ή σωματικούς τσακωμούς στο σπίτι μπορεί να διαμορφώσει τις νευροβιολογικές, γνωστικές και συμπεριφορικές τους αντιδράσεις και να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα για την συναισθηματική τους προσαρμογή σε βάθος χρόνου. Για παράδειγμα, παιδιά που ακούν ή βλέπουν τους γονείς τους να τσακώνονται, είναι πιθανό να δυσκολευτούν να ελέγξουν τα συναισθήματά τους ακόμα και σε αρκετά απλά καταστάσεις, όπως π.χ. στο πλαίσιο της τάξης τους.
Στο πλαίσιο της έρευνας, οι επιστήμονες υπολόγισαν την έκθεση των παιδιών σε διάφορες εμπειρίες που προκαλούν αρνητικά συναισθήματα, όπως φόβο και στεναχώρια. Οι επιστήμονες παρακολούθησαν τις ζωές 1.025 παιδιών, καθώς και των οικογενειών τους σε δυο γεωγραφικές περιοχές των ΗΠΑ με υψηλά ποσοστά φτώχιας.
Οι ερευνητές αξιολόγησαν τις οικογένειες βάση των επισκέψεων που πραγματοποίησαν στα σπίτια τους από τη στιγμή που τα παιδιά τους ήταν 2 μηνών μέχρι και την ηλικία των 58 μηνών.
Η λεκτική και σωματική επιθετικότητα μεταξύ των γονιών από τη βρεφική ηλικία των παιδιών τους σχετιζόταν σημαντικά με την ικανότητα των παιδιών να αναγνωρίσουν με ακρίβεια διαφορετικά συναισθήματα στην ηλικία των 58 μηνών. Μεγαλύτερη έκθεση σε σωματική βία μεταξύ των γονιών σχετίστηκε με χαμηλότερη απόδοση των παιδιών σε δραστηριότητες που είχαν να κάνουν με απλά συναισθήματα. Περιέργως, βρέθηκε ότι μεγαλύτερη έκθεση σε λεκτική βία σχετίζεται με μεγαλύτερη αναγνώριση συναισθημάτων στα παιδιά.
Επίσης, η παρατεταμένη έκθεση σε επιθετικές σκηνές μεταξύ των γονιών σχετίζεται και με την ικανότητα των ίδιων των παιδιών να ελέγξουν τα συναισθήματά τους, όπως η θλίψη και ο φόβος, αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να εμφανίσουν στο μέλλον συμπτώματα αγχώδους διαταραχής ή κατάθλιψης.
«Οι γονείς ανησυχούν όταν προσπαθούν να ισορροπήσουν τις απαιτήσεις μεταξύ εργασίας, οικογένειας, συντρόφου, ειδικά όταν αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και συχνά χρειάζονται βοήθεια για να ρυθμίσουν τα συναισθήματα θυμού και απογοήτευσης που αισθάνονται», καταλήγει η κ. Raver.