Τον τελευταίο καιρό βλέπουν το φως της δημοσιότητας περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, κακοποίησης αλλά και βίαιων συμπεριφορών από τον χώρο του αθλητισμού, του πολιτισμού, με προεκτάσεις σε όλες τις εργασιακές και κοινωνικές σχέσεις.

Συμπεριφορές που μας θυμώνουν, μας στενοχωρούν, μας προβληματίζουν, αλλά και μας κινητοποιούν ώστε να δράσουμε…

Η βία δεν είναι μόνο σωματική, απεναντίας έχει και ψυχολογική και λεκτική μορφή και όλες μπορεί να είναι το ίδιο επιβλαβείς. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά.

Κάθε άνθρωπος αντεπεξέρχεται περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα σε ένα τέτοιο συμβάν, και αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πολύ μεγάλη ποικιλομορφία.

Από ανθρώπους με χαμηλή αυτοεκτίμηση που φαίνονται να θυματοποιούνται σε κάθε τους σχέση και να τους κατηγορούμε για τις λάθος «επιλογές» τους μέχρι δυναμικούς ανθρώπους και επιτυχημένους που πίσω από την επιτυχία κρύβουν την οδύνη που φέρουν.

Το πιο σημαντικό είναι να φροντίζουμε ώστε να παρέχουμε ένα περιβάλλον ασφάλειας και αποδοχής.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον το άτομο που κακοποιείται θα μας μιλήσει πολλές φορές το ίδιο αν αισθανθεί ότι δεν χωρούν όλες αυτές οι κακοποιητικές συμπεριφορές που δέχεται αλλού.  Αυτό ξεκινά και από τα ίδια μας τα λεγόμενα, η πολιτική ορθότητα δεν είναι επίφαση, τα λόγια, όπως πρώτος έδειξε ο Φρόιντ, μπορεί να θεραπεύσουν αλλά και να αρρωστήσουν.

Η ψυχολογία του «θύτη»

Υπάρχουν κοινά ψυχολογικά χαρακτηριστικά στα άτομα που βιαιοπραγούν;

Μολονότι παίζει ρόλο η προσωπική και μοναδική ιστορία κάθε ανθρώπου που διαπράττει κακοποίηση, είναι μεγάλη παγίδα να ψυχολογιοποιούμε, δηλαδή να αντιλαμβανόμαστε φαινόμενα κακοποιητικής συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα μιας συγκεκριμένης ψυχοπαθολογίας.

Αν εστιάσει κανείς εκεί, εύκολα θεωρεί τη σεξιστική βία ως ένα σύνολο ειδικών περιπτώσεων και όχι ως κοινωνικό φαινόμενο. Αυτή η προσέγγιση αποτελεί μια βιοπολιτική ατομικής και όχι κοινωνικής ευθύνης, μια γενίκευση και οι γενικεύσεις καθαυτές ενέχουν βία.

Ενα βίαιο γεγονός αφήνει πάντα πληγές

Μολονότι οι γενικεύσεις είναι πάντα παραπλανητικές, μπορεί να υποστηριχθεί ότι κάθε περίπτωση κακοποίησης είναι τουλάχιστον δυνητικά τραυματική. Η βία της κακοποίησης είναι κάτι που μπορεί να καταστήσει το άτομο ανίκανο να τη νοηματοδοτήσει με έναν τρόπο που θα του επιτρέψει να συνεχίσει τη ζωή του, να το τραυματίσει.

Το τραύμα είναι ακόμη πιο πιθανό να υπάρξει αν το άτομο, όπως συχνότατα συμβαίνει, είναι ήδη θύμα σεξισμού, τρανσφοβίας, ομοφοβίας και δεν έχει πρόσβαση στην ισχύ του έναντι αυτής του ατόμου που θα ασκήσει την κακοποίησή του για λόγους οικογενειακών ρόλων, οικονομικής κατάστασης, κοινωνικής τάξης κ.ά.

Συνεπώς, η προσέγγιση της έμφυλης βίας και των επιπτώσεών της οφείλει να γίνει διαθεματικά. Εχει μεγάλη σημασία η διασταύρωση π.χ. παραγόντων της ταυτότητας και της έκφρασης του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού με άλλους όπως η εθνικότητα ή η κοινωνική τάξη.

Μολαταύτα, το ότι τραυματιστήκαμε ψυχικά από μια κακοποίηση δεν σημαίνει ότι αποτύχαμε ή δεν είμαστε αρκετά ικανές ή ικανοί να ξεπεράσουμε το γεγονός. Η βία είναι κάτι που μας ξεπερνά ακριβώς γιατί η ρήξη είναι η φύση της, πόσο μάλλον αν προέρχεται από ένα άτομο που εμπιστευτήκαμε, αγαπήσαμε ή είχαμε ανάγκη.

Το τραύμα συνιστά ένα κενό στην υποκειμενική ιστορία, μια πληγή η οποία μας συνοδεύει εκτός χρόνου και παρασιτεί συχνά από εμάς.

Το εκτός χρόνου του τραύματος είναι άλλωστε καθοριστικός παράγοντας του φαύλου κύκλου της βίας αλλά και καθιστά χωρίς νόημα το όποιο ερώτημα περί του χρόνου που μεσολάβησε μέχρι να μιλήσει γι’ αυτό το άτομο που κακοποιήθηκε.

Καθοριστικά τα βιώματα της παιδικής ηλικίας

Το δίπολο καλός/κακός γονέας είναι υπερπλούστευση παραπλανητική έως επικίνδυνη, όπως και όλα τα δίπολα. Παρ’ όλα αυτά, η ανατροφή παίζει ρόλο καθώς η οικογένεια και γενικότερα οι φροντιστές, σε συνδυασμό με την προσωπική τους ιστορία, είναι οι πρώτοι εκπρόσωποι και των ιδεωδών που διαποτίζουν την κοινωνία.

Είναι και θέμα ανατροφής να επιτραπεί να μεγαλώσει ένα παιδί μέσα σε ένα πλαίσιο που κανονικοποιεί τον σεξισμό ή και ορισμένες εκφράσεις έμφυλης βίας, είτε με το να τις ασκεί είτε με το να τις δέχεται.

Τα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας είναι καθοριστικά γιατί τότε είμαστε εξαρτημένες/εξαρτημένοι από τους ανθρώπους του περιβάλλοντός μας, μαθαίνουμε τον κόσμο και νοηματοδοτούμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια, τον λόγο και τη συμπεριφορά των φροντιστών μας.

Τρόποι να προλάβουμε τέτοιες συμπεριφορές

Η ορατότητα έχει τεράστια σημασία στον σεξισμό και στην έμφυλη βία. Κάθε άτομο που κακοποιείται και δη σεξουαλικά, κάθε γυναίκα, είναι σημαντικό να αισθάνεται ότι δεν είναι ούτε μόνη ούτε η μόνη.

Προκειμένου να υποστηριχθεί αυτό πρέπει να υπάρχουν περιβάλλοντα συλλογικότητας και αποδοχής με ταυτόχρονη πάταξη κάθε ανοχής του σεξισμού και της κουλτούρας του βιασμού.

Εχουμε όλοι/όλες ευθύνη να μην ανεχόμαστε τέτοιες συμπεριφορές γύρω μας, όπως και να είμαστε όντως διαθέσιμες/διαθέσιμοι για τους ανθρώπους που βρίσκονται κοντά μας να μιλήσουν με όποιον ρυθμό επιθυμούν.

Μπορεί να έχει υποστεί κακοποίηση ένας δικός μας άνθρωπος και να μην το φανταζόμαστε. Η αρρώστια έρχεται από αυτό που δεν μιλιέται. Οι άνθρωποι θέλουν να μιλήσουν και μιλάνε ακόμα και μέσα από διάφορα συμπτώματα, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος.

Να είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε

Η ψυχοθεραπεία βοηθάει χωρίς να είναι επαρκής ή και αναγκαία, ορισμένες φορές, συνθήκη.

Ακόμα περισσότερο, είναι ο κάθε κοινωνικός δεσμός που οφείλει να είναι θεραπευτικός. Να ακούσουμε όλες/όλοι ουσιαστικά και χωρίς βιαστικά συμπεράσματα τι υπάρχει για να ειπωθεί.

Οταν αντανακλαστικά θέλουμε να απαντήσουμε πράγματα όπως «μήπως δεν κατάλαβες;», «μήπως υπερβάλλεις;», «μήπως προκάλεσες;» κ.λπ. δεν πρόκειται για έναν υγιή σκεπτικισμό. Δείχνει μια δική μας αντίσταση στη μαρτυρία που επαναλαμβάνει το τραύμα του ανθρώπου που θέλησε να μιλήσει.

Η αντιμετώπιση της έμφυλης βίας παραμένει ωστόσο θέμα και πολιτειακό πέραν από ατομικό και συλλογικό. Η υπερθεμάτιση της ατομικής ευθύνης είναι ένας τρόπος να μην αναλαμβάνει τις ευθύνες που της αναλογούν η κοινωνία και η πολιτεία, εν τέλει ενοχοποιεί το άτομο που κακοποιείται.

Οφείλουν να γίνουν σαφείς και γενναίες μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις σε πολιτειακό επίπεδο, οι οποίες δεν θα τιμωρούν μόνο αλλά θα ονοματίζουν και θα αποτρέπουν κάθε μορφής σεξισμό, ρατσισμό, τρανσφοβία.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον κ. Αντώνη Πούλιο, κλινικό ψυχολόγο MSC, διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών και ψυχαναλυτή, επιστημονικά υπεύθυνο κοινοτικών δράσεων του Συλλόγου Οροθετικών Ελλάδος «Θετική Φωνή», μέλος της εκπαιδευτικής επιτροπής και της επιστημονικής ομάδας του Orlando LGBT+ «Ψυχική Υγεία Χωρίς Στίγμα».