Κάθε γονιός ανησυχεί για τη διατροφή του παιδιού του – είτε εκείνο είναι υπερβολικά επιλεκτικό, είτε πέφτει… με τα μούτρα σε ό,τι βρει μπροστά του. Εξάλλου, όλοι γνωρίζουμε ότι η παιδική παχυσαρκία είναι μια από τις πλέον διαδεδομένες απειλές για την υγεία των παιδιών, όχι μόνο στο στάδιο της ανάπτυξής τους, αλλά και αργότερα στη ζωή τους.

Μια συγκεκριμένη κατηγορία τροφίμων φαίνεται να είναι -τουλάχιστον εν μέρει- υπεύθυνη για την ταχεία αύξηση του βάρους των παιδιών και την αύξηση της πιθανότητας παχυσαρκίας κατά την ενήλικη ζωή τους, υποστηρίζει νέα επιστημονική μελέτη.

Τα παιδιά που καταναλώνουν περισσότερα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα είναι πιο πιθανό να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα ως ενήλικες, υποδεικνύει μια 17ετής μελέτη σε περισσότερα από 9.000 παιδιά στη Βρετανία που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1990.

Οι ερευνητές βρήκαν, επίσης, ότι τα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα -μεταξύ των οποίων οι κατεψυγμένες πίτσες, τα ανθρακούχα ροφήματα, το ψωμί μαζικής παραγωγής και κάποια έτοιμα γεύματα– κατέχουν πολύ υψηλή αναλογία στη διατροφή των παιδιών, με περισσότερο από το 60% των θερμίδων που καταναλώνουν κατά μέσο όρο.

«Ένα από τα βασικά στοιχεία που αποκαλύπτουμε στη μελέτη αυτή είναι ότι πρόκειται για διττή σχέση. Δηλαδή, δεν είναι μόνο ότι τα παιδιά που καταναλώνουν τα περισσότερα υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα παίρνουν το περισσότερο βάρος, αλλά και το ότι όσο περισσότερο τρώνε, τόσο χειρότερη γίνεται η πρόσληψη βάρους», αναφέρει ο Δρ. Eszter Vamos, επικεφαλής κλινικός λέκτορας ιατρικής στο Κολέγιο Imperial του Λονδίνου και συγγραφέας της μελέτης που δημοσιεύθηκε στο JAMA Pediatrics.

Η βιομηχανική επεξεργασία τροποποιεί έτσι τα τρόφιμα ώστε να αλλάξει το περιεχόμενο, τη γεύση, το χρώμα και τη διάρκεια ζωής τους στο ράφι.

Επιπλέον, τα τρόφιμα αυτά τείνουν να έχουν περισσότερες θερμίδες και λιγότερα θρεπτικά συστατικά, υψηλότερα επίπεδα σακχάρων, αλατιού και κορεσμένων λιπαρών και χαμηλότερα επίπεδα πρωτεϊνών, φυτικών ινών και μικροθρεπτικών συστατικών.

Οι ερευνητές παρακολούθησαν μια ομάδα 9.000 παιδιών ηλικίας 7-24 ετών, τα οποία συμπλήρωσαν ημερολόγια διατροφής στην ηλικία των 7, 10 και 13 ετών, καταγράφοντας τα τρόφιμα και τα ροφήματα που κατανάλωναν σε διάστημα τριών ημερών.

Επίσης, συγκεντρώθηκαν δεδομένα για τον δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), το βάρος, την περίμετρο μέσης και το σωματικό λίπος των παιδιών.

Τα παιδιά χωρίστηκαν σε πέντε ομάδες βάσει της ποσότητας υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων που κατανάλωναν.

Στην ομάδα χαμηλότερης πρόσληψης, τα τρόφιμα αυτά αντιστοιχούσαν στο 1/5 της συνολικής διατροφής, ενώ στην ομάδα υψηλότερης πρόσληψης η αντιστοιχία ήταν μεγαλύτερη από 2/3.

Οι ερευνητές βρήκαν ότι, κατά μέσο όρο, τα παιδιά στις ομάδες υψηλότερης πρόσληψης παρουσίαζαν ταχύτερη αύξηση του ΔΜΣ, του βάρους, της περιμέτρου μέσης και του σωματικού λίπους καθώς μεγάλωναν.

Συγκεκριμένα, μέχρι την ηλικία των 24 ετών, τα παιδιά της υψηλότερης πρόσληψης είχαν, κατά μέσο όρο, υψηλότερο ΔΜΣ (κατά 1.2 kg/m2), περισσότερο σωματικό λίπου κατά 1.5%, 3.7 περισσότερα κιλά και κατά 3.1 εκατοστά μεγαλύτερη περίμετρο μέσης.

«Τα αποτελέσματα της μελέτης δεν μας εντυπωσιάζουν: τα παιδιά που καταναλώνουν πολλά υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα είναι πολύ πιθανό να είναι λιγότερο υγιή και πιο παχύσαρκα από τους συνομιλήκους τους με χαμηλότερη πρόσληψη. Η ερμηνεία αυτών των αποτελεσμάτων, όμως, είναι πολύ πιο δύσκολη», σημειώνει ο Δρ. Vamos.

Και προσθέτει:

«Το αποτέλεσμα της μελέτης προκύπτει σε μεγάλο βαθμό και από κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες: τα παιδιά που ζουν σε φτωχότερες περιοχές και προέρχονται από οικογένειες με χαμηλότερο εκπαιδευτικό και κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο παρουσιάζουν την υψηλότερη πρόσληψη υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων. Δυστυχώς, τα παιδιά αυτά διατρέχουν επίσης και τον υψηλότερο κίνδυνο παχυσαρκίας και κακής υγείας».

Σημειώνεται, ωστόσο, ότι ενώ η μελέτη δείχνει μια σύνδεση ανάμεσα στην κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων και την αύξηση του ΔΜΣ και του σωματικού λίπους, δεν δείχνει οριστική σχέση αιτίου-αποτελέσματος.

«Οι συσχετισμοί ανάμεσα στις μετρήσεις σωματικού λίπους και την κατανάλωση υπερ-επεξεργασμένων τροφίμων μπορεί να οφείλονται και σε άλλες διαφορές. Το σίγουρο είναι ότι χρειάζονται πιο ριζικά και αποτελεσματικά μέτρα για να μειώσουμε την έκθεση των παιδιών σε υπερ-επεξεργασμένα τρόφιμα», καταλήγουν οι επιστήμονες.