Οταν τον Δεκέμβριο του 2019 σήμανε συναγερμός για τον άγνωστο (τότε) ιό η επιστημονική κοινότητα έλαβε θέση μάχης. Εκτοτε, ενόσω οι νοσοκομειακοί γιατροί παλεύουν στο ερευνητικό πεδίο μαίνεται ένας εξίσου σημαντικό πόλεμος. Στο μέτωπο των εμβολίων οι νίκες είναι σημαντικές – με τις έρευνες, εντούτοις, να συνεχίζονται όσο οι γρίφοι περί διάρκειας της  ανοσίας και τρίτης δόσης παραμένουν άλυτοι. Στο μέτωπο των θεραπειών, από την άλλη, οι προσπάθειες θυμίζουν περιπλάνηση σε… λαβύρινθο, καθώς οι ειδικοί αναζητούν την έξοδο από την πανδημία. Οι επιστήμονες, όμως, δεν καταθέτουν τα όπλα, επιμένοντας ότι η εύρεση ενός αποτελεσματικού φαρμάκου θα είναι «game changer» στην αντιμετώπιση του SARS-CoC-2.

Στις αρχές αυτής της εβδομάδας οι ελπίδες αναπτερώθηκαν όταν ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων ανακοίνωσε ότι ξεκινά η αξιολόγηση ενός παλιού και άρα δοκιμασμένου  ανοσοκατασταλτικού σκευάσματος με τη δραστική ουσία anakira σε ασθενείς που έχουν αναπτύξει πνευμονία και διατρέχουν κίνδυνο σοβαρής αναπνευστικής ανεπάρκειας. Μάλιστα, σε σχετική ανακοίνωσή του ο Οργανισμός υπογραμμίζει ότι «πιστεύεται ότι θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει να μειωθεί η φλεγμονή και η βλάβη των ιστών που συνδέεται με την Covid-19».

Παράλληλα, επιστήμονες από το Ισραήλ, ψάχνοντας λύση στο φαρμακευτικό οπλοστάσιο, διαπιστώνουν ότι τρία υπάρχοντα φάρμακα φαίνεται να έχουν καλές προοπτικές για τη θεραπεία της πανδημικής νόσου. Πρόκειται για το Darapladib, που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία της αθηροσκλήρωσης, το Flumatinib, που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία ορισμένων καρκίνων του αίματος και ένα φάρμακο κατά του HIV. Μάλιστα, ο καθηγητής Ισαΐα Αρκίν του πανεπιστημίου της Χεβρώνα, δηλώνει αισιόδοξος για έναν επιπλέον λόγο: Οι υπό μελέτη δραστικές ουσίες δεν στοχεύουν στην πρωτεϊνική ακίδα – που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο «πυρήνας» των μεταλλάξεων – αλλά σε άλλες πρωτεΐνες (την Ε και την 3α συγκεκριμένα) με αποτέλεσμα να υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις αποτελεσματικότητας έναντι και των μελλοντικών αναδυόμενων στελεχών.

Ερευνητικός καταλύτης

Και ενώ ο SARS-CoV- 2 δρα ως ερευνητικός καταλύτης σε κάθε γωνιά του πλανήτη, στις αρχές του μήνα έγιναν γνωστές και οι πολλά υποσχόμενες εξελίξεις από το μακρινό Τόκιο. Εκεί διαπίστωσαν ότι ένα ανθελονοσιακό φάρμακο, η μεφλοκίνη (που σημειωτέων αποτελεί παράγωγο της υδροχλωροκίνης), είναι αποτελεσματικό ενάντια στον SARS-CoV-2, όπως αναφέρουν στην επιθεώρηση «Frontiers in Microbiology».

Παράλληλα, οι ερευνητικές προσπάθειες επικεντρώνονται και στη δημιουργία νέων θεραπειών, αναζητώντας το «άγιο δισκοπότηρο» της πανδημίας. «Είναι πολύ σημαντικό οι ασθενείς να λαμβάνουν όσο το δυνατόν γρηγορότερα θεραπεία, προλαμβάνοντας έτσι την εισαγωγή στο νοσοκομείο», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο παθολόγος-λοιμωξιολόγος και τέως πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων, Παναγιώτης Γαργαλιάνος-Κακολύρης. Και συνεχίζει: «Δεν πρέπει να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας μόνον στα εμβόλια. Το «game changer» θα είναι να βρεθούν αντιιικά φάρμακα που θα χορηγούνται προληπτικά και δεν θα επηρεάζονται από τις μεταλλάξεις όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τα μονοκλωνικά αντισώματα».

Μάλιστα, στο πλαίσιο αυτό, ο ειδικός αναφέρεται σε τρεις υπό μελέτη θεραπείες δια στόματος: Για το  Molnupiravir, μια πειραματική αντιική θεραπεία που βρίσκεται στη φάση της κλινικής δομικής τελικού σταδίου,με τις ΗΠΑ να έχουν ήδη σπεύσει σε συμφωνία 1,2 δισ. δολαρίων με τη Merck & Co Inc. Αντίστοιχα το AT-527 των Roche και Atea δοκιμάζεται σε 1.400 συμμετέχοντες σε Ευρώπη και Ιαπωνία, ενώ υπό μελέτη βρίσκεται και το φάρμακο της  Pfizer που αναμένεται να είναι διαθέσιμο στα τέλη του έτους ή στις αρχές του 2022.

Επιστημονική συστράτευση

Ενδεικτικό της παγκόσμιας επιστημονικής συστράτευσης έναντι ενός αόρατου αλλά πολυμήχανου εχθρού, είναι ότι στην έγκυρη βάση δεδομένων PUBMED μέχρι το τέλος Νοεμβρίου 2020 είχαν δημοσιευθεί 78.559 άρθρα, με τους ειδικούς να κάνουν λόγο για επιστημονική παραγωγή άνευ προηγουμένου. Σήμερα, δε, ο αντίστοιχος αριθμός έχει διπλασιαστεί, ξεπερνώντας τις 158.000.

Παρ’ όλα αυτά, στις  πολυσέλιδες αναλύσεις υποθέσεων, παρατηρήσεων, κλινικών μελετών, μεταναλύσεων διαπιστώνει κανείς εκ των υστέρων ότι δεν έλειψαν και οι… ματαιώσεις. Οταν για παράδειγμα, τον Μάιο του 2020 η ρεμδεσιβίρη έλαβε έκτακτη έγκριση στις ΗΠΑ με την Ευρώπη να δίνει το «πράσινο φως» μερικές εβδομάδες αργότερα, οι σχετικές αποφάσεις αποτέλεσαν ορόσημο στη μάχη κατά της πανδημίας. Οπως όλα δείχνουν, ωστόσο, ο επιστημονικός… επίλογος δεν έχει γραφτεί ακόμη για τη δραστική ουσία που αρχικά είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση του Εμπολα.

Τα αποτελέσματα εκείνων των πρώτων κλινικών μελετών έδειχναν ότι  ελαττώνει κατά 33% τον χρόνο αποθεραπείας των βαρέως πασχόντων και κατά 3% τη θνησιμότητα. Σήμερα, όμως, τα ευρήματα αυτά τίθενται υπό αμφισβήτηση, μετά από έρευνα αμερικανών επιστημόνων που δημοσιεύτηκε στην έγκριτη ιατρική επιθεώρηση JAMΑ, εγείροντας ερωτήματα τόσο για την επίδρασή της στην επιβίωση (που ούτως ή άλλως δεν έχει αποδειχθεί) όσο για την επίδρασή της στη συντόμευση της νοσηλείας.