Εχει συμβεί σε όλους μας. Θέλουμε τόσο πολύ να κοιμηθούμε καλά, είμαστε απελπισμένοι και τελικά καταλήγουμε να κάνουμε περισσότερο κακό παρά καλό τόσο στην ποιότητα και στην ποσότητα του ύπνου μας όσο και σε εμάς τους ίδιους.

Αν όμως φτάνουμε στο σημείο να ανάγουμε το ζήτημα του ύπνου σε ένα από τα σημαντικότερα της ζωής μας και να σκεφτόμαστε ολόκληρη την ημέρα, κάθε μέρα, το αν θα μπορέσουμε τελικά να αποκοιμηθούμε το βράδυ ή να μετράμε με το ρολόι πόσες ώρες κοιμηθήκαμε και πόσες ώρες ύπνου συμπληρώσαμε, τότε μάλλον δεν ακολουθούμε τη σωστή οδό.

Σύμφωνα με τους ειδικούς, ο πιο σίγουρος τρόπος για να μην κοιμηθούμε τελικά το βράδυ είναι το να αγχωθούμε για το αν θα το επιτύχουμε. Βάζοντας τον εαυτό μας σε όλη αυτή τη διαδικασία καταφέρνουμε μόνο να βρεθούμε σε υπερένταση και την ώρα που θα φτάσουμε να ξαπλώσουμε στο κρεβάτι να στριφογυρίζουμε χωρίς αποτέλεσμα.

Η συμβουλή των ειδικών;

Να απενοχοποιήσουμε την αϋπνία ώστε να αφεθεί το μυαλό και το σώμα μας και να κοιμηθούμε. Αλλωστε, ο ύπνος είναι μία φυσική ανάγκη του οργανισμού, όπως για παράδειγμα το φαγητό και το νερό, που βοηθά κυρίως το μυαλό και στη συνέχεια το σώμα να ξεκουραστεί και δίνει την ευκαιρία στον εγκέφαλο να επεξεργαστεί τις εμπειρίες της ημέρας και να τις καταχωρίσει.

Οι ειδικοί πολλές φορές για να το τονίσουν εξηγούν ότι όσο κι αν το θέλει κάποιος δεν μπορεί να μείνει άυπνος για πάρα πολύ, κάποια στιγμή απλά θα αποκοιμηθεί.

Γιατί δεν κοιμόμαστε καλά

Ολοι θέλουμε να κοιμηθούμε ωραία και ευχάριστα το βράδυ αλλά πολλές φορές δεν τα καταφέρνουμε επειδή οι ίδιοι σαμποτάρουμε, έστω και άθελά μας, την επιθυμία μας.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα, λένε οι ειδικοί, είναι ότι δεν κάνουμε τον ύπνο προτεραιότητα, αντίθετα ξενυχτάμε κοιτώντας το κινητό μας ή βλέποντας σειρές και ταινίες στην τηλεόραση, στον υπολογιστή κ.λπ. Ετσι, δεν δίνουμε την ευκαιρία αλλά ούτε και τον χρόνο στον εαυτό μας να κοιμηθούμε.

Εχουμε πιθανότατα ακούσει πολλές φορές πόσο κακό μπορεί να κάνει στην προοπτική και στην ποιότητα του ύπνου μας η έκθεσή μας σε πηγές φωτός και κυρίως σε οθόνες καθώς επίσης και το να καθόμαστε στο κρεβάτι βλέποντας τηλεόραση ή χαζεύοντας στο κινητό ή στον υπολογιστή.

Ακόμα κι αν δεν μας παίρνει ο ύπνος, οι ειδικοί επιμένουν ότι χρειάζεται να σηκωνόμαστε από το κρεβάτι και να πηγαίνουμε σε κάποιο άλλο σημείο του σπιτιού. Από την άλλη πλευρά μπορεί να μη μας παίρνει ο ύπνος απλά και μόνο επειδή δεν είμαστε αρκετά κουρασμένοι.

Οταν δεν ασκούμε αρκετά το μυαλό ή/και το σώμα μας, είναι φυσικό να δυσκολευόμαστε να κοιμηθούμε τα βράδια, ακριβώς επειδή ο οργανισμός μας δεν νιώθει τόσο έντονα αυτή την ανάγκη.

Ετσι, μπορεί να «φταίει» το ότι είμαστε σε διακοπές και δεν κουραζόμαστε σωματικά όσο έχουμε συνηθίσει όταν βρισκόμαστε στη συνηθισμένη μας ρουτίνα ή το ότι έχουμε ξεκουραστεί επαρκώς επειδή, για παράδειγμα, κοιμηθήκαμε μέχρι αργά το προηγούμενο πρωί ή επειδή «πήραμε» έναν μεσημεριανό υπνάκο οπότε και δεν νυστάζουμε ώστε να πέσουμε νωρίς για ύπνο τη νύχτα.

Ενα τρίτο ενδεχόμενο είναι να μη χρειαζόμαστε τόσο πολύ ύπνο όσο νομίζουμε ή όσο είχαμε ανάγκη όταν ήμασταν νεότεροι καθώς όσο μεγαλώνουμε είναι γεγονός ότι οι ανάγκες μας για ύπνο μειώνονται.

Τι μπορεί να μας βοηθήσει

Οι ιδανικές συνθήκες για έναν καλό ύπνο έχουν να κάνουν με τα όσα κάνουμε ή δεν κάνουμε πριν μπούμε στην κρεβατοκάμαρά μας αλλά και αφού βρεθούμε στο κρεβάτι μας.

Ετσι, είναι σημαντικό να αποφεύγουμε την έντονη γυμναστική, το βαρύ φαγητό και τα διεγερτικά ποτά (π.χ. καφές, τσάι, αναψυκτικά τύπου κόλα) τις ώρες πριν τον ύπνο και όταν πια ξαπλώνουμε στο κρεβάτι να φροντίζουμε να μην υπάρχουν μυρωδιές, φως, θόρυβος αλλά και να μην κάνει ούτε ζέστη ούτε κρύο (η ιδανική θερμοκρασία είναι γύρω στους 20 βαθμούς Κελσίου).

Εύλογο είναι ότι χρειάζεται να επιλέγουμε ένα άνετο κρεβάτι, μαξιλάρι, κλινοσκεπάσματα και τις κατάλληλες – βαμβακερές κατά προτίμηση – πιτζάμες.

Τελευταία επίσης, πολλοί καταφεύγουν στον διαλογισμό είτε από μόνοι τους είτε με τη βοήθεια προγραμμάτων ή γκάτζετ που τους βοηθούν να συγκεντρωθούν σε αυτή τη χαλαρωτική διαδικασία ώστε στη συνέχεια να μπορέσουν να αποκοιμηθούν.

Πώς επηρέασε ο κορωνοϊός τον ύπνο μας

Από όταν ξεκίνησε η πανδημία του κορωνοϊού και έπειτα, έρευνες δείχνουν ότι τείνουμε να κοιμόμαστε τις καθημερινές 30 με 40 λεπτά περισσότερο κατά μέσο όρο.

Πώς συνέβη αυτό; Οι τυχεροί είναι συνήθως άνθρωποι που μπόρεσαν να βάλουν το ξυπνητήρι λίγο αργότερα από ό,τι πριν την πανδημία, είτε δουλεύοντας από το σπίτι είτε επειδή δεν χρειαζόταν πλέον να σηκωθούν πολύ νωρίς για να ετοιμάσουν και να πάνε τα παιδιά τους στο σχολείο.

Ετσι, κέρδισαν λίγο περισσότερο χρόνο στην αγκαλιά του Μορφέα.

Οπως πάντα όμως υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος αφού δεν είναι λίγοι εκείνοι που ο ύπνος τους έχει επηρεαστεί αρνητικά στη διάρκεια του τελευταίου χρόνου επειδή εξαιτίας των συνθηκών έχουν εμφανίσει συμπτώματα μελαγχολίας ή και κατάθλιψης, τις οποίες πολύ συχνά συνοδεύει η αϋπνία (που εμφανίζεται είτε με τη δυσκολία να μας πάρει ο ύπνος το βράδυ είτε με το να ξυπνάμε πολύ νωρίς το πρωί, νωρίτερα από το ξυπνητήρι για παράδειγμα) και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να διορθώσουμε πρώτα την ψυχολογική μας κατάσταση και στη συνέχεια θα δούμε και την ποιότητα του ύπνου μας να βελτιώνεται.

Ευχαριστούμε για τη συνεργασία τον δρα Αναστάσιο Σπαντιδέα, παθολόγο, κλινικό φαρμακολόγο.