Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που εδώ και δεκαετίες αντιμετωπίζει η ιατρική κοινότητα, αποτελεί η διάγνωση και η διαχείριση των αυτοάνοσων νοσημάτων. Μέσα από την εντατική επιστημονική έρευνα, ωστόσο, είναι διαθέσιμη πια στα χέρια των ειδικών μια πληθώρα διαγνωστικών και θεραπευτικών επιλογών, που καθιστά εφικτή την αποτελεσματική διαχείριση των νοσημάτων αυτών και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
Βέβαια, τα ειδικά χαρακτηριστικά κάθε νόσου, αλλά και η ανάγκη προσέγγισης της μοναδικότητας του κάθε ασθενούς και της έκφρασης της νόσου με διαφορετικό τρόπο στον καθένα, έχουν αναδείξει την επικοινωνία ανάμεσα στο γιατρό και τον ασθενή σε βασική παράμετρο για την αντιμετώπιση της ασθένειας. Στους ασθενείς δε με νοσήματα, όπως η ψωριασική αρθρίτιδα, που επιφέρουν πέραν των σωματικών συμπτωμάτων και αυξημένο ψυχολογικό φορτίο, η ανάγκη μιας ουσιαστικής και ποιοτικής επικοινωνίας αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία.
Η ψωριασική αρθρίτιδα είναι μια χρόνια φλεγμονώδης ρευματική πάθηση, που εκδηλώνεται συνήθως σε άτομα ηλικίας 35-55 ετών, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και προσβάλλει εξίσου άνδρες και γυναίκες. Η νόσος επηρεάζει πιο συχνά τις αρθρώσεις των χεριών και των ποδιών, αλλά και άλλα μέρη του σώματος, όπως οι τένοντες και η σπονδυλική στήλη. Σε ένα ποσοστό περίπου 70% των ασθενών, επίσης, έχει προηγηθεί εμφάνιση της ψωρίασης στο δέρμα.
Χωρίς την κατάλληλη θεραπεία η ψωριασική αρθρίτιδα ενδέχεται να προκαλέσει σοβαρά μυοσκελετικά συμπτώματα, όπως ο χρόνιος πόνος και ο περιορισμός της κινητικότητας των αρθρώσεων, που σε συνδυασμό με τα δερματικά συμπτώματα επιβαρύνουν σημαντικά τους ασθενείς, τόσο σε σωματικό, όσο και σε ψυχολογικό επίπεδο. Επιπλέον, η χρόνια φλεγμονή των αρθρώσεων συχνά επιφέρει μόνιμες και μη αναστρέψιμες βλάβες οι οποίες σε ατομικό επίπεδο αντανακλούν σε άλλοτε άλλου βαθμού αναπηρία.
Καθήκον του γιατρού είναι να αξιολογεί την πορεία της νόσου και να προτείνει την κατάλληλη θεραπεία στον ασθενή του. Με δεδομένο ότι πολλές πτυχές της νόσου, όπως ο πόνος και η ποιότητα ζωής, είναι δύσκολο να μετρηθούν αντικειμενικά, είναι πολύ σημαντικό ο ασθενής να μπορεί να επικοινωνήσει επιτυχώς αυτές τις πτυχές στο γιατρό του. Εξίσου σημαντικό είναι και ο γιατρός να ενθαρρύνει τον ασθενή να εκφράσει το σωματικό ή ψυχικό πόνο ή οποιονδήποτε προβληματισμό του σχετικά με τη νόσο ή τη θεραπεία της. Μόνον έτσι θα μπορούσε η αξιολόγηση της νόσου να είναι ακριβέστερη και η θεραπευτική πρόταση πιο εύστοχη, πιο εξατομικευμένη για τον ασθενή.
Το ζήτημα της ποιότητας της επικοινωνίας μεταξύ ασθενών με ψωριασική αρθρίτιδα και των θεραπόντων γιατρών τους, έχει αποτελέσει, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια αντικείμενο διεθνών μελετών. Πρόσφατα δημοσιεύθηκαν τα αποτελέσματα μιας διαδικτυακής έρευνας, στην οποία έλαβαν μέρος 1.286 ενήλικοι ασθενείς με ψωριασική αρθρίτιδα και 1.553 γιατροί (ρευματολόγοι και δερματολόγοι) από 8 χώρες, και αξιολόγησε τόσο τις επιπτώσεις των συμπτωμάτων της νόσου στη ζωή των ασθενών, όσο και τις αντιλήψεις τους ως προς την επικοινωνία μεταξύ των δύο μερών.
Αρχικά οι ερευνητές κατέγραψαν ότι ποσοστό 76% των ασθενών δήλωσαν πως την κύρια ευθύνη για τη θεραπεία τους είχε ένας ρευματολόγος, ενώ για τους υπόλοιπους την ευθύνη αυτή είχε δερματολόγος. Ανεξάρτητα, ωστόσο, από την ειδικότητα του θεράποντος γιατρού τους, ανέφεραν ότι η ψωριασική αρθρίτιδα έχει επιπτώσεις σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής τους ζωής. Συγκεκριμένα, οι ασθενείς με θεράποντα γιατρό ρευματολόγο απάντησαν σε ποσοστό 84% ότι η νόσος τους έχει αντίκτυπο στην κοινωνική τους ζωή, ενώ σε ποσοστό 81% ανέφεραν επιπτώσεις στην εργασία τους. Επίσης, οι περισσότεροι ασθενείς ανέφεραν μέτρια ή σοβαρή επίπτωση στην φυσική τους δραστηριότητα και στην συναισθηματική/ψυχική τους κατάσταση (79% και 69% αντίστοιχα). Παρόμοια ποσοστά διαπιστώθηκαν και στους ασθενείς που παρακολουθούνταν από δερματολόγο.
Από την πλευρά των γιατρών, οι απαντήσεις στα ίδια ερωτήματα ήταν σε γενικές γραμμές σε συμφωνία με εκείνες των ασθενών, ωστόσο η έρευνα επισήμανε το γεγονός ότι οι γιατροί φαίνεται πως συχνά υποεκτιμούσαν το βαθμό στον οποίο η νόσος επηρεάζει τους ασθενείς τους.
Ως προς την μεταξύ τους επικοινωνία, οι περισσότεροι (τουλάχιστον 85%) γιατροί και ασθενείς δήλωσαν ικανοποιημένοι, ενώ τουλάχιστον 86% των ασθενών ανέφερε ότι αισθάνεται άνετα να μοιραστεί τις ανησυχίες και τους φόβους του με τον γιατρό του. Παρ’ όλα αυτά, σε άνω του 40% των ασθενών υπήρχαν ενδείξεις ότι το επίπεδο επικοινωνίας τους με το γιατρό τους ίσως να μην είναι άριστο. Αυτοί οι ασθενείς είχαν σημαντικά χαμηλότερες πιθανότητες να αναφέρουν τα συμπτώματά τους, ακόμη και αν ρωτούνταν, ένιωθαν λιγότερη άνεση να συζητούν τις επιπτώσεις της νόσου τους με τον γιατρό τους, ενώ ήταν πιο πιθανό η ποιότητα ζωής τους να επηρεάζεται σε μέτριο ή σοβαρό βαθμό εξαιτίας της ψωριασικής αρθρίτιδας.
Τα παραπάνω στοιχεία επιβεβαιώνουν την ανάγκη για ενίσχυση και καλλιέργεια της επικοινωνίας μεταξύ γιατρού και ασθενούς όσον αφορά την ψωριασική αρθρίτιδα, προκειμένου να υπάρχει συναπόφαση στη θεραπεία, δηλαδή η από κοινού επιλογή της καταλληλότερης θεραπείας για τον ασθενή.
Χάρης Παπαγόρας
Επίκουρος Καθηγητής Ρευματολογίας
Τμήμα Ιατρικής ΔΠΘ